Η ΓΛΩΣΣΑ ΠΟΥ ΜΙΛΙΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΠΓΔΜ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ

 

τοῦ Κωνσταντίνου Καρκανιᾶ*

karkanias

 

Ὅπως ἴσως γνωρίζετε οἱ περισσότεροι, δὲν εἶμαι ἱστορικὸς ἢ γλωσσολόγος ἢ διεθνολόγος. Εἶμαι μηχανικὸς ἀλλὰ ἀσχολοῦμαι πολλὰ χρόνια μὲ τὴν ἐκπαίδευση ἐνηλίκων στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό. Καὶ μὲ ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα, ἡ γλῶσσα μας καὶ ὡς βασικὸ συστατικὸ τῆς προσωπικῆς καὶ ἐθνικῆς μας ταυτότητας ἀλλὰ καὶ ὡς ἀντικείμενο ἐπαγγελματικῆς ἐνασχόλησης.


Ἔτσι εἶμαι ἐνεργὸ μέλος τοῦ ΟΔΕΓ, ἤμουν πρόεδρός του ἕως τὸ 2014, ἐπίσης ἱδρυτικὸ μέλος τῆς Ἑλληνικῆς Γλωσσικῆς Κληρονομιᾶς, ἐνῶ ἵδρυσα καὶ διευθύνω ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ ‘70 τὸ Σχολεῖο Ἑλληνικῆς Γλώσσας γιὰ ξένους μὲ τὸ ὄνομα «ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ».


Τελειώνω αὐτὴ τὴν εἰσαγωγὴ λέγοντας, ὅτι ἀπὸ τὸ 1993 ἕως πέρυσι διδάσκαμε τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα στὴν Βουλγαρία σὲ ἐκεῖ σχολεῖα μας καὶ γιὰ δύο σχεδὸν χρόνια κάναμε τὸ ἴδιο στὰ Σκόπια καὶ τὰ Τίρανα.

Ἂς ἔλθω τώρα στὸ θέμα μου.

Θὰ ξεκινήσω μὲ μία περίληψη τῆς εἰσήγησής μου.

 

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα καὶ ἰδιαιτέρως μετὰ τὸ 1830, στὴν νότια περιοχὴ τῆς σημερινῆς ΠΓΔΜ καὶ μάλιστα στὰ ἀστικὰ κέντρα οἱ ἔμποροι, οἱ μορφωμένοι, οἱ πλούσιοι, οἱ ἱερωμένοι, μιλοῦσαν καὶ ἔγραφαν ἑλληνικά. Στὶς ἐκκλησίες οἱ λειτουργίες γίνονταν στὰ ἑλληνικά, οἱ ἄνθρωποι, οἱ περισσότεροι, προσεύχονταν στὰ ἑλληνικά. Ἐπίσης τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἐνεργοῦ πληθυσμοῦ αὐτοπροσδιορίζονταν ὡς Ἕλληνες. Κανεὶς τότε δὲν μιλοῦσε γιὰ Βουλγαρία.

 

Στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου ὅμως, αὐτὴ ἡ κατάσταση εἶχε ἀνατραπεῖ ἐντελῶς στὶς βόρειες περιοχὲς τῆς Μακεδονίας καὶ Θράκης, ὅπου μεγάλο ποσοστὸ τῶν κατοίκων εἶχαν προσχωρήσει γλωσσικά-ἐκπαιδευτικά, θρησκευτικὰ καὶ ἐθνικὰ στὸν βουλγαρισμό, ἐνῶ εἶχαν ἐπηρεαστεῖ ἀρκετὰ οἱ κάτοικοι ἀκόμη καὶ στὶς περιοχὲς τῆς Μακεδονίας καὶ Θράκης ποὺ ἀνήκουν σήμερα στὴν Ἑλλάδα. Τότε κανεὶς δὲν μιλοῦσε γιὰ ἐθνικότητα ἢ γλῶσσα μακεδονική, μιλοῦσαν γιὰ βουλγαρική.


Ἡ ἐχθρική, ἢ καλύτερα ἡ ἀρνητική, γιὰ τὰ ἑλληνικὰ συμφέροντα προσπάθεια καὶ στοὺς τρεῖς ἀνωτέρω τομεῖς, θεμελιώθηκε, ὑποστηρίχθηκε, χρηματοδοτήθηκε, στὴν ἀρχὴ μὲν μόνο ἀπὸ τὴν Ρωσία στὸ πλαίσιο τῆς πανσλαβικῆς πολιτικῆς της, στὴν συνέχεια δὲ ἀπὸ τὴν Βουλγαρικὴ Ἐξαρχία καὶ τὸ Βουλγαρικὸ κράτος, ποὺ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὴν Ρωσία τὸ 1870 καὶ τὸ 1878 ἀντιστοίχως.


Τὴν ἴδια περίοδο καὶ κυρίως στὰ τελευταῖα 50 χρόνια τοῦ 19ου αἰώνα ἀπὸ ἀνικανότητα, ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος καὶ ἔλλειψη ἐνημέρωσης, τόσο οἱ τότε κυβερνήσεις μας ὅσο καὶ ἡ κοινωνία καὶ μάλιστα τὸ μορφωμένο τμῆμα της, ἀφήσαμε τοὺς ἑλληνικοὺς ἢ ἔστω ἑλληνόφωνους πληθυσμοὺς ποὺ ζοῦσαν στὴν Μακεδονία καὶ τὴν Θράκη καὶ τὰ παράλια τοῦ Εὐξείνου Πόντου νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ ἀπορροφηθοῦν, μερικὲς φορὲς καὶ καταναγκαστικά, ἀπὸ τὴν Βουλγαρία.


Νὰ ἀπορροφηθοῦν στὴν ἀρχὴ θρησκευτικὰ καὶ γλωσσικὰ καὶ μετὰ ἐθνικὰ- ἱστορικά.


Οἱ περιοχὲς τῆς δικῆς μας Μακεδονίας καὶ Θράκης σώθηκαν χάρη στὸν Μακεδονικὸ Ἀγῶνα, τοὺς νικηφόρους Βαλκανικοὺς Πολέμους, τὴν συνετὴ ἔνταξη τῆς Ἑλλάδος στὸ πλευρὸ τῶν Δυτικῶν Δυνάμεων κατὰ τοὺς δύο Παγκοσμίους Πολέμους, τὴν ἐγκατάσταση τῶν Ἑλλήνων προσφύγων ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία καὶ τὴν ἥττα τῶν Ἑλλήνων κομμουνιστῶν στὸν ἑλληνικὸ ἐμφύλιο πόλεμο.


Ἡ γλῶσσα ποὺ μιλοῦν σήμερα στὴν ΠΓΔΜ εἶναι μία διάλεκτος τῆς Βουλγαρικῆς, ἡ ὁποία προέκυψε ἀπὸ τὴν προσπάθεια τοῦ Τίτο νὰ τὴν ἐκσερβίσει μετὰ τὸ 1944 καὶ ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι «Μακεδονική».

Τί ἔγινε ὅμως κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῶν τῶν 50 ἢ 70 χρόνων;

Γιὰ τὴν σημερινή μου παρουσίαση διάλεξα νὰ μιλήσω γιὰ τὴν κατάσταση στὴν Ἀχρίδα, μία ἀρχαία ἑλληνικὴ πόλη (τὴν Λυχνιδό), ἡ ὁποία ἤκμαζε ἐπὶ χιλιάδες χρόνια καὶ ἡ ὁποία ἔχει τεράστια οὐσιαστικὴ ἀλλὰ καὶ συμβολικὴ σημασία γιὰ τοὺς Βούλγαρους ἀλλὰ κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ γιὰ τοὺς αὐτὸ-ἀποκαλούμενους μὲ τὴν ἀνοχή μας «Μακεδόνες» τῶν Σκοπίων.


Αὐτὸ γιατὶ ὑπῆρξε ἡ ἕδρα τοῦ Βουλγαρικοῦ Βασιλείου κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα καὶ ἕδρα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Ἀχρίδας, τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τῶν Βουλγάρων, ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της τὸ 1018 ἀπὸ τὸν Βασίλειο τὸν Β΄ τὸν ἐπονομαζόμενο Βουλγαροκτόνο, ἕως τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰώνα.


Καὶ γιὰ νὰ εἶμαι ἁπλὸς καὶ σαφὴς θὰ μιλήσω γιὰ τὴν γλωσσική, ἐθνικὴ πορεία 7 ἀτόμων, ἀπὸ 5 οἰκογένειες, ποὺ γεννήθηκαν καὶ ἔζησαν στὴν Ἀχρίδα κατὰ τὸν 19ο αἰώνα καὶ εἶναι σημαντικοὶ καὶ γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τὴν Βουλγαρία καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς Σλάβους κατοίκους τῆς ΠΓΔΜ.


Θὰ ἀναφερθῶ κυρίως στὸν Γρηγόρη Σταυρίδη, μετέπειτα Παρλίτσεφ, ποὺ γεννήθηκε τὸ 1830 στὴν Ἀχρίδα καὶ ἐπίσης στοὺς ἀδελφοὺς Δημ. καὶ Κωνστ. Μηλαντίνη, μετέπειτα Μηλαντίνοφ, ποὺ γεννήθηκαν τὸ 1810 καὶ τὸ 1830 ἀντιστοίχως στὴν Στρούγκα καταγόμενοι ἀπὸ τὴν Μοσχόπολη, στὸν Μαργαρίτη Δήμιτσα, ποὺ γεννήθηκε τὸ 1829 στὴν Ἀχρίδα μὲ καταγωγὴ ἐπίσης ἀπὸ τὴν Μοσχόπολη, στὸν Ἀναστ. Πηχιῶν, ποὺ γεννήθηκε τὸ 1836 ἐπίσης στὴν Ἀχρίδα καὶ τοὺς ἐξαδέλφους Δημ. καὶ Κωνστ. Ρόμπη, μετέπειτα Ρόμπεφ, ποὺ γεννήθηκαν στὴν Ἀχρίδα καὶ ἦταν συμμαθητές, συγγενεῖς καὶ φίλοι μὲ τοὺς ἀνωτέρω.

Πῶς ξεκίνησα ὅμως νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ αὐτὸ τὸ θέμα;

Τὸ 1994 σὲ μία ἐπίσκεψή μου στὴν Φιλιππούπολη, τὸ Πλόβντιβ, ὡς Πρόεδρος τοῦ ΕΛΛΗΝΟΒΡΕΤΑΝΙΚΟΥ ΚΟΛΛΕΓΙΟΥ εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ ἀνακαλύψω ὅτι οἱ Βούλγαροι καὶ οἱ «Σκοπιανοὶ» μιλοῦσαν τὴν ἴδια γλῶσσα.


Εἶχα προσκληθεῖ σὲ γεῦμα ἀπὸ τὸν τότε πρύτανη τοῦ Γεωργικοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Πλόβντιβ, μὲ τὸ ὁποῖο συνεργαζόμαστε σὲ ἕνα Εὐρ. Πρόγραμμα, καὶ καθόμουν δίπλα του καὶ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πρύτανη καὶ καθηγητὲς τοῦ ἀντιστοίχου Πανεπιστημίου τῆς ΠΓΔΜ.


Αὐτοὶ μιλοῦσαν στὴν κοινή τους γλῶσσα μὲ ἄνεση καὶ ὅταν ρώτησα σὲ ποιά γλῶσσα μιλοῦν, ὁ Βούλγαρος πρύτανης μοῦ ἀπάντησε γελώντας, ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν γνωρίζουμε ἕνα γνωστὸ στοὺς Βούλγαρους «μυστικό», ὅτι δηλαδὴ ἡ γλῶσσα τῆς ΠΓΔΜ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία παραλλαγὴ τῆς βουλγαρικῆς.


Ἀπὸ τότε ἐνδιαφέρθηκα γιὰ αὐτὸ τὸ θέμα καὶ ἔμαθα πολλά, στὴν ἀρχὴ ρωτώντας γνωστοὺς ἢ καὶ ὑπαλλήλους μας στὴν Βουλγαρία, ποὺ εἶχαν καταγωγὴ εἴτε ἀπὸ τὴν δική μας Μακεδονία εἴτε ἀπὸ τὴν Βουλγαρικὴ Μακεδονία, τὴν Μακεδονία τοῦ Πιρίν.


Ἦταν ὅμως γιὰ ἐμένα μία ἀποκάλυψη τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Ἕλληνες, οἱ ἑλληνόφωνοι, οἱ γραικομάνοι τῆς Ἀχρίδας ἔγιναν Βούλγαροι, βουλγαρόφωνοι καὶ ἐχθροὶ τῶν Γραικῶν, ἡ ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου «ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ» τοῦ Γκριγκὸρ Παρλίτσεφ, ποὺ μεταφράστηκε ἀπὸ τὰ βουλγαρικὰ καὶ ἐκδόθηκε τὸ 2000 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις ΜΑΥΡΗ ΛΙΣΤΑ. Νὰ μὴν ξεχάσω, ὅτι ὁ βουλγαρικὸς τίτλος εἶναι ΑΒΤΟΜΠΙΟΓΚΡΑΦΙΓΙΑ. Τὸ βιβλίο γράφηκε στὰ βουλγαρικὰ τὸ 1884-85, ὅταν ὁ συγγραφέας ἦταν καθηγητὴς στὸ βουλγαρικὸ σχολεῖο τῆς Θεσσαλονίκης, ἐκδόθηκε ὅμως μόλις τὸ 1929 στὴν Σόφια.


Τὸ περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἀποτελεῖ τὸν κορμὸ τῆς δικῆς μου σημερινῆς παρουσίασης.


Ὁ Γρηγόρης Σταυρίδης γεννήθηκε τὸ 1830 στὴν Ἀχρίδα, ὁ πατέρας του πέθανε ὅταν ἦταν ἕξι μηνῶν καὶ ἔζησε πολὺ φτωχικὰ μὲ τὴν μητέρα του, δύο ἀδέλφια καὶ μία ἀδελφή. Τὴν οἰκογένεια στήριζε ὁ παππούς του, ποὺ ἦταν γεωργός.


Δὲν εἶχε κλείσει τὰ τέσσερα καὶ ὁ παππούς του ἔδωσε ἕνα ἑλληνικὸ ἀλφαβητάριο καὶ τοῦ ἔμαθε ἀρχικὰ τὰ γράμματα καὶ μετὰ νὰ διαβάζει συλλαβές, π.χ. βῆτα καὶ ἄλφα κλπ.


Τὰ βράδια διάβαζε στὸν παππού του, ποὺ τὸν ἄκουγε μαγεμένος καὶ τοῦ ἔφερνε γιὰ ἐπιβράβευση ἕνα γλυκό.
Ὅταν νύκτωνε ὁ παπποὺς ξάπλωνε, μὲ τὸν μικρὸ Γρηγόρη δίπλα του καὶ ἔλεγε μερικὲς παρακλήσεις στὰ ἑλληνικὰ πρὶν κοιμηθεῖ.

Ὅλα αὐτὰ τὰ λέει ὁ ἥρωάς μας στὴν αὐτοβιογραφία του καὶ ἐγὼ τὰ ἐπαναλαμβάνω ἐν συντομία.
Ὅταν μεγάλωσε ὁ Γρηγόρης, ὁ παππούς του τὸν πῆγε στὸ σχολεῖο ὅπου ἔμεινε δύο χρόνια. Βιβλία ἦταν ἡ Ὀκτώηχος, τὸ Ψαλτήρι καὶ τὸ Ὡρολόγιο.


Ὁ Γρηγόρης μᾶς λέει ἐπὶ πλέον, ὅτι στὰ 12 χρόνια του γνώριζε ἀπ' ἔξω τὴν Ὀκτώηχο. Ἐπίσης γράφει ἐπὶ λέξει, ὅτι στὴν περιοχὴ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα εἶχε ἐμφυσηθεῖ μὲ τέτοιο φανατισμό, ποὺ δὲν ὑπῆρχε σπίτι στὴν Ἀχρίδα ποὺ νὰ μὴν ἔχει τὴν Ὀκτώηχο ἢ τὸ Ψαλτήρι!!


Βρισκόμαστε ἤδη στὸ 1842 καὶ ἡ Ἀχρίδα ἦταν ἑλληνικὴ ἢ τουλάχιστον ἑλληνόφωνη.
Σημειώνω, ὅτι στὴν αὐτοβιογραφία του ὁ Γρηγόρης πολλὲς φορὲς χρησιμοποιεῖ ἑλληνικὲς λέξεις μὲ ἑλληνικὴ γραφή, ἐνῶ ἄλλες φορὲς ἑλληνικὲς λέξεις μὲ κυριλλικὴ γραφή. Ἐπίσης, ἀρκετὲς φορὲς ἀναφέρει ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ποὺ ἦταν ὁ ἀγαπημένος του ποιητὴς καὶ τὸν ὁποῖο εἶχε ὡς πρότυπο στὶς δικές του ποιητικὲς δημιουργίες.


Θὰ ἀναφέρω ἐν συντομία τώρα κάποια περιστατικὰ ἀπὸ τὸ βιβλίο, ποὺ τὸν συνδέουν μὲ τὰ ἄλλα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἀνέφερα στὴν ἀρχή, δηλαδὴ κάποιον ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Ρόμπη ἢ Ρόμπε καὶ τὸν Δημήτρη Μηλαδίνη.


Ὁ Ρόμπης ἦταν πλούσιος καὶ ἦταν μεταξὺ τῶν προκρίτων ποὺ ἔδιναν τὰ χρήματα γιὰ τὴν ἀμοιβὴ τῶν δασκάλων ποὺ δίδασκαν τὴν ἑλληνικὴ στοὺς νέους τῆς Ἀχρίδας.


Κάλεσε λοιπὸν αὐτὸς τὸν τότε δάσκαλο τοῦ σχολείου, ποὺ ὀνομαζόταν Κωνσταντῖνος Γιαννιώτης, νὰ τοῦ δείξει τί ἔμαθαν οἱ μαθητές του. Τὴν ἐξέταση τῶν 40 μαθητῶν στὴν σάλα τῆς Μητρόπολης ἔκανε ὁ Ρόμπης. Ἀκοῦστε τὶς ἐρωτήσεις, ὅπως τὶς ἀναφέρει ὁ αὐτοβιογραφούμενος:
Ἡ μέθη, τί μέρος τοῦ λόγου εἶναι;
Τὸ γάρ, τί μέρος τοῦ λόγου εἶναι;
Τί εἶναι τὸ ἐπίρρημα, τί ἡ μετοχή;
«Στρατηγούσης», τί μέρος τοῦ λόγου εἶναι;
Τί σημαίνει «προερχόμενος»;
Μόνο ὁ Γρηγόρης ἀπάντησε σωστὰ καὶ ὁ Ρόμπης τοῦ χάρισε ὕφασμα γιὰ μία φορεσιά.


Τὸ 1845 ἔφθασε στὴν Ἀχρίδα ὡς δάσκαλος ὁ Δημήτρης Μιλαντίνης, ποὺ ἦταν κατὰ τὸν συγγραφέα πολὺ ἀποτελεσματικὸς στὴν διδασκαλία τῶν ἑλληνικῶν. Μὲ δική του προτροπὴ οἱ παλιότεροι μαθητὲς πῆραν τοὺς τρεῖς τεράστιους τόμους τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀνθίμου Γαζῆ καὶ μετέφραζαν Πλούταρχο στὴν Νέα Ἑλληνική.
Μὲ αὐτὴ τὴν ἐκπαίδευση, ὁ Γρηγόρης προσκλήθηκε στὰ Τίρανα ὡς δάσκαλος τῆς ἑλληνικῆς καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἕναν χρόνο.


Τὸ 1849 ὁ Σταυρίδης ἔρχεται στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ σπουδάσει Ἰατρική. Τὸν ἐξετάζει στὰ ἑλληνικὰ ὁ Βάμβας καὶ τὸν βαθμολογεῖ μὲ ἄριστα. Παρακολουθεῖ τὰ μαθήματα γιὰ ἕναν χρόνο ἀλλὰ δὲν τὸν ἐνδιαφέρουν.

Τὴν 25 Μαρτίου 1850 παρακολούθησε τὴν βράβευση τοῦ Ζαλοκώστα στὸν Ράλλειο ποιητικὸ διαγωνισμό, κάτι ποὺ τοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση.
Στὸ τέλος τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους ἐπέστρεψε στὴν Ἀχρίδα λόγω ἔλλειψης χρημάτων.
Ἀπὸ τὸ 1851 ἕως τὸ 1858 ἐργάστηκε ὡς δάσκαλος ἑλληνικῶν σὲ διάφορα μέρη καὶ στὴν Ἀχρίδα καὶ συγκέντρωσε ἀρκετὰ χρήματα ὁπότε ἦλθε πάλι στὴν Ἀθήνα.
Γράφηκε στὸ δεύτερο ἔτος τῆς Ἰατρικῆς ἀλλὰ ἄρχισε νὰ γράφει στίχους γιὰ τὸ πρῶτο του ποίημα τὸν Ἁρματωλό, τὸ ὁποῖο παρέδωσε στὴν κριτικὴ ἐπιτροπὴ τοῦ Ράλλειου διαγωνισμοῦ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1860.
Στὶς 25 Μαρτίου 1860 ὁ πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς Ἀλέξανδρος Ραγκαβής, ἀνακοίνωσε τὴν βράβευση τοῦ ποιήματος. Ὁ Γρηγόρης πῆρε τὸ μισὸ χρηματικὸ βραβεῖο, 500 δραχμές, γιατὶ τὸ ἄλλο μισὸ εἶχε ζητήσει ὁ ἴδιος νὰ δοθεῖ σὲ ἕναν φτωχὸ φοιτητή.


Ὁ ποιητὴς ἔγινε διάσημος, οἱ κριτικὲς σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες ἦταν διθυραμβικές, τὸ ποίημα τυπώθηκε καὶ κυκλοφόρησε μὲ ἐπιτυχία, εἶχε πλέον χρήματα, πολλοὶ τὸν ὀνόμαζαν ὁ «δεύτερος Ὅμηρος».


Ξεκινᾶ τότε νὰ γράφει τὸ δεύτερο ποίημά του τὸν Σκεντέρμπεη γιὰ τὸν διαγωνισμὸ τοῦ 1861, ὁ ὁποῖος δὲν ἔγινε.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1862 ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ τὴν Ἀχρίδα καὶ ἄφησε στὸν συντοπίτη τοῦ Ἰωακεῖμ Σαπουτζίεφ τὸ ποίημα, γιὰ νὰ τὸ παραδώσει ἐκεῖνος στὴν ἐπιτροπὴ τοῦ διαγωνισμοῦ, ἀλλὰ δὲν βραβεύεται. Τὸ ποίημα αὐτὸ σχεδὸν 4000 στίχων δημοσιεύτηκε μὲ βουλγαρικὴ μετάφραση μόλις τὸ 1967 στὴν Σόφια ἀπὸ τὴν Βουλγαρικὴ Ἀκαδημία Ἐπιστημῶν.


Καθ' ὅλη τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὴν Ἀθήνα ὁ Σταυρίδης δηλώνει μὲ ἔμφαση, ὅτι εἶναι Ἕλληνας ἀλλὰ μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἀχρίδα μεταστρέφεται πλήρως καὶ πλέον ἕως τὸν θάνατό του εἶναι Βούλγαρος καὶ ἀνθέλληνας.


Στὴν αὐτοβιογραφία του γράφει, ὅτι αἰτία τῆς μεταστροφῆς του ἦταν ἡ εἴδηση ὅτι ὁ δάσκαλός του Δημ. Μηλαντίνοφ καὶ ὁ ἀδελφός του Κωνσταντῖνος εἶχαν ἐξαφανιστεῖ στὶς φυλακὲς τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ ἄρχισε νὰ καταριέται, χωρὶς νὰ δίνει ἐξηγήσεις, τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα.


Στὴν Ἀχρίδα προσλαμβάνεται ὡς δάσκαλος καὶ ἀπὸ ὅτι γράφει ὁ ἴδιος «μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἰωακεῖμ Σαπουντζίεφ ἐκβουλγαρίσαμε παντελῶς τὴν ἐξελληνισμένη πόλη τῆς Ἀχρίδας».


Ὁ ἴδιος γράφει, ὅτι τότε ἔμαθε βουλγαρικὴ ἀνάγνωση καὶ γραφὴ καὶ ὅτι τὸ 1868 πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ μάθει σλαβικά. Δηλαδὴ μέχρι τότε δὲν γνώριζε παρὰ ἐλάχιστα βουλγαρικά.
Τὸ 1874 ἔφθασε στὴν Ἀχρίδα ὁ Βούλγαρος μητροπολίτης Ναθαναήλ, ἐκλεγμένος ἀπὸ τὴν Ἐξαρχία καὶ τὰ σχολεῖα ἔγιναν πιὰ βουλγαρικά. Γιὰ κάποιο λόγο ὁ Παρλίτσεφ εἶχε κακὴ σχέση μὲ τὸν Μητροπολίτη καὶ ἐγκατέλειψε πικραμένος τὴν πατρίδα του.


Ὁ Παρλίτσεφ στὴν συνέχεια δίδαξε ἑλληνικὰ στὴν Σόφια τὸ 1879, μετὰ προσλήφθηκε ὡς δάσκαλος στὸ Μοναστήρι καὶ στὴν συνέχεια στὸ βουλγαρικὸ σχολεῖο στὴν Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὸ 1883, ὅπου ἔγραψε καὶ τὴν αὐτοβιογραφία του.


Ἂς ἔλθουμε τώρα στοὺς ἄλλους ἥρωές μας ποὺ ἔζησαν καὶ ἔδρασαν παράλληλα στὴν Ἀχρίδα.
Ὁ Δημ. καὶ Κωνστ. Κωνσταντίνου ἢ Μιλαδίνης ἦταν ἀπὸ τὴν Στρούγκα, κωμόπολη ἐπάνω στὴν λίμνη τῆς Ἀχρίδας. Εἶχαν βλάχικη καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Μοσχόπολη καὶ εἶχαν σπουδάσει στὴν Ζωσιμαία Ἀκαδημία στὰ Γιάννινα. Ὁ μικρὸς ἀδελφὸς Κωνσταντῖνος εἶχε τελειώσει καὶ τὴν Φιλολογικὴ Σχολὴ τοῦ Παν. Ἀθηνῶν.
Ὅπως ἤδη εἶπα, ὁ Δημ. Μιλαντίνης ἦταν δάσκαλος στὴν Ἀχρίδα ἀπὸ τὸ 1848 καὶ γιὰ αὐτὸν γράφει ἐπαινετικὰ καὶ ὁ Σταυρίδης, ὅτι τοὺς δίδαξε ἀποτελεσματικὰ τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα.


Φαίνεται, ὅτι τὰ ἀδέλφια πρὶν ἀπὸ τὸ 1850 πείστηκαν, ὅτι εἶναι Βούλγαροι ἀπὸ τὸν Ρῶσο καθηγητὴ στὸ Παν. τοῦ Καζὰν Βίκτορα Γκριγκόρεβιτς, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφτηκε τὴν Ἀχρίδα τὸ 1844. Ὁ Γκριγκόρεβιτς, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ μιλήσω πιὸ κάτω, δὲν ἀναφέρεται σὲ αὐτὴ τὴν συνάντηση, κάτι ποὺ κάνει ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Μιλαντίνοφ στὴν ἀλληλογραφία του μὲ διαφόρους στὴν περιοχή του ἀλλὰ καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀλλοῦ.


Εἶναι σημαντικὸ νὰ ποῦμε ὅτι οὔτε αὐτὸς γνώριζε βουλγαρικά, τὰ ὁποῖα ἔμαθε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1853 καὶ 1858.


Ἀπό τότε μεταβάλλεται σὲ ἐχθρὸ κάθε ἑλληνικοῦ καὶ μὲ φανατισμὸ προσπαθεῖ νὰ ἱδρύσει βουλγαρικὰ σχολεῖα παντοῦ στὴν περιοχή του μέχρι καὶ τὸ Κιλκίς. Στὴν προσπάθεια αὐτὴ συναντᾶ μεγάλη ἀντίδραση καὶ ἀπὸ τὶς κοινότητες ποὺ προτιμοῦσαν τὰ ἑλληνικὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία.


Οἱ Ὀθωμανοὶ τοὺς συνέλαβαν ὡς πράκτορες τῶν Ρώσων. To 1862 πέθαναν καὶ οἱ δύο ἀπὸ τύφο σὲ φυλακὴ τῆς Κωνσταντινούπολης.


Ὁ Σλαβολόγος καθηγητὴς Αἰμίλιος Ταχιάος βρῆκε στὰ αὐτοκρατορικὰ ἀρχεῖα τῆς Ἁγίας Πετρούπολης ἐπιστολὴ τοῦ Ρώσου προξένου στὸ Μοναστήρι, Μιχαὴλ Χίτροβο, μὲ τὴν ὁποία ζητοῦσε τὸ 1864 νὰ δοθεῖ οἰκονομικὴ ἐνίσχυση στὴν χήρα τοῦ Δημήτρη «διότι αὐτὸς ἀπέθανε στὴν ὑπηρεσία τοῦ αὐτοκράτορα». Αὐτὸ μάλλον ἐξηγεῖ τὴν μεταστροφὴ τῶν δύο ἀδελφῶν.


Ὁ Κωνσταντῖνος ἔγραφε ποιήματα στὰ βουλγαρικὰ καὶ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους Βουλγάρους ποιητές, ἐνῶ καὶ οἱ δύο συγκέντρωσαν σὲ ἕναν τόμο, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1861, τὰ «Βουλγαρικὰ Δημοτικὰ Τραγούδια».


Σημειώνω, ὅτι οἱ δύο ἀδελφοὶ θεωροῦνται καὶ ἀπὸ τοὺς Σκοπιανοὺς πρωτεργάτες τῆς «Μακεδονικῆς» Φιλολογίας καὶ ὅτι τὸ 2008 ἐξέδωσαν σὲ φωτογραφικὴ ἀναπαραγωγὴ ἀπὸ τὸ πρωτότυπο σὲ συνεργασία μὲ τὸ Ἵδρυμα Σόρος τὸν τόμο μὲ τὰ «Δημοτικὰ Τραγούδια» τῶν Μιλαντίνοφ παραλείποντας ἀπὸ τὸν τίτλο τὴν λέξη «Βουλγαρικά».


Ἐξ ἴσου σημαντικὴ περίπτωση μεταστροφῆς ἦταν αὐτὴ τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας Ρόμπη, οἱ ὁποῖοι ἦταν πλούσιοι Ἕλληνες ἔμποροι στὴν Ἀχρίδα. Ἔχω ἤδη ἀναφέρει, ὅτι ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν χρηματοδότης τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου καὶ αὐτὸς ἐξέτασε τοὺς μαθητές του, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ ὁ Σταυρίδης στὰ ἀρχαΐζοντα ἑλληνικά.


Τὰ ἐξαδέλφια Κωνσταντῖνος καὶ Δημήτρης εἶχαν σπουδάσει στὰ Ἰωάννινα καὶ τὴν Ἀθήνα, ὁ πρῶτος ἦταν γιατρός. Αὐτός, ὅπως λέει ὁ Σταυρίδης στὴν αὐτοβιογραφία του, εἶχε ἀναθέσει στὸν νεαρὸ Γρηγόρη νὰ τοῦ ἀντιγράψει ἕνα δικό του ἰατρικὸ κείμενο ἐπ' ἀμοιβή.


Ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν συμμαθητὴς τοῦ Μιλαντίνοφ στὰ Ἰωάννινα, ἐπίσης συμμαθητὴς καὶ φίλος μὲ τὸν ἐκπαιδευτικὸ καὶ Μακεδονομάχο Ἀναστ. Πηχιῶν ἀπὸ τὴν Ἀχρίδα καὶ ἐξάδελφος μὲ τὸν Ἕλληνα λόγιο ἀπὸ τὴν Ἀχρίδα Μαργαρίτη Δήμιτσα.


Στὸ σπίτι του ἴσως φιλοξενήθηκε ὁ Ρῶσος καθηγητὴς Βίκτωρ Γκριγκόροβιτς, τὸν ὁποῖο ἤδη ἀνέφερα, καὶ φαίνεται ὅτι τὸν ἔπεισε, ὅπως καὶ τὸν Μιλαντίνοφ νὰ μεταστραφεῖ ἀπὸ Ἕλληνας σὲ Βούλγαρο. Αὐτὲς οἱ πληροφορίες δὲν εἶναι πλήρως ἐξακριβωμένες.


Ὁ Δημήτρης Ρόμπης δαπάνησε ὅλη του τὴν περιουσία γιὰ τὴν Βουλγαρικὴ ὑπόθεση στὴν περιοχὴ τῆς ἄνω Μακεδονίας.


Σημειώνω, ὅτι κάποιοι ἀπὸ τὴν ἴδια οἰκογένεια διατήρησαν τὴν ἑλληνικότητά τους καὶ σήμερα κατοικοῦν στὴν Μακεδονία μας.


Ἀντίθετα μὲ τοὺς ἀνωτέρω ἔζησαν καὶ ἔδρασαν οἱ συμπατριῶτες καὶ συνομήλικοί τους Ἀναστ. Πηχιῶν καὶ Μαργ. Δήμιτσας.


Ὁ Μαργ. Δήμιτσας (1829- 1903) γεννήθηκε στὴν Ἀχρίδα, ὅπου ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα. Συνέχισε σὲ γυμνάσιο στὴν Ἀθήνα καὶ μετὰ (1846-49) φοίτησε στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Παν. Ἀθηνῶν. Δίδαξε καὶ ἦταν διευθυντὴς τοῦ δημοτικοῦ σχολείου στὴν Ἀχρίδα τὸ 1850, ἐνῶ ἀπὸ τὸ 1851 ἦταν διευθυντὴς τοῦ ὀχτατάξιου σχολείου στὸ Μοναστήρι ἕως τὸ 1858, ὁπότε πῆγε γιὰ μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὸ Βερολίνο. Τὸ 1861 ἐπιστρέφει στὴν θέση του στὸ Μοναστήρι, τὸ 1866 διδάσκει στὴν Θεσαλονίκη καὶ ἀπὸ τὸ 1869 εἶναι διευθυντὴς τοῦ «Ἑλληνικοῦ Ἐκπαιδευτηρίου» στὴν Ἀθήνα.


Στὸ Μοναστήρι μαζὶ μὲ ἄλλους Ἕλληνες Μακεδόνες ἱδρύουν τὸν Σύλλογο Καζῖνο καὶ κάτω ἀπὸ τὴν προσχηματικὴ φιλολογική του δράση ἀναπτύσσουν πατριωτικὴ δραστηριότητα.


Μεταξὺ ἄλλων ἐναντιώνονται στὴν προσπάθεια τοῦ Μιλαντίνοφ νὰ προωθήσει τὴν ἵδρυση βουλγαρικῶν σχολείων στὸ Κιλκίς.


Ὁ Δήμιτσας ἔχει συγγράψει πολλὰ σημαντικὰ βιβλία γιὰ τὴν Μακεδονία καὶ τὴν ἑλληνικότητά της.


Σημειώνω, ὅτι ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ βιβλία μὲ τίτλο «Τὰ περὶ τῆς Αὐτοκεφάλου Ἀρχιεπισκοπῆς τῆς πρώτης Ἰουστινιανῆς Ἀχρίδος καὶ Βουλγαρίας», ποὺ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1859, τὸ ἀφιερώνει στὸν Κωντ. Ρόμπη «…Ἀνδρὶ Ἀγαθῷ, ἐπιστημονὶ τε καὶ τῆς Πατρίδος Εὐεργέτη, ἐυγνωμόνως ἀνατίθεται». Ἑπομένως ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ Ρόμπης ἦταν Ἕλληνας.


Ὁ Ἀναστ. Πηχιῶν (1836-1913) γεννήθηκε ἐπίσης στὴν Ἀχρίδα, ὅπου παρακολούθησε τὸ πρῶτο του σχολεῖο. Συνέχισε στὸ Μοναστήρι ὅπου εἶχε δάσκαλο τὸν Μαργ. Δήμιτσα, ἐνῶ τελείωσε γυμνάσιο στὴν Ἀθήνα. Τὸ 1869 γράφηκε στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Παν. Ἀθηνῶν. Τὸ 1863 διορίστηκε ἑλληνοδιδάσκαλος στὴν Κλεισούρα Καστοριᾶς καὶ ἀπὸ τὸ 1865 στὴν Καστοριά.


Ἐκεῖ ἀνέπτυξε ἔντονη δραστηριότητα γιὰ τὴν ἵδρυση ἑλληνικῶν σχολείων στὴν περιοχή. Συμμετέσχε στὴν ἵδρυση τοῦ Φιλεκπαιδευτικοῦ Συλλόγου Καστοριᾶς μὲ τοὺς ἴδιους σκοπούς. Τὸ 1867 ἵδρυσε τὴν «Ἐθνικὴ Ἐπιτροπὴ» μὲ ἄλλους Ἕλληνες ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, τὴν Ἤπειρο, τὴν Κορυτσὰ μὲ σκοπὸ τὴν ἐπανάσταση ἐναντίον τῶν Τούρκων.


Τὸ 1888 συνελήφθη μαζὶ μὲ ἄλλους ἀπὸ τοὺς Τούρκους, φυλακίστηκε στὴν Πτολεμαΐδα, στὸ σημερινὸ Ἰσραήλ, ἀπὸ ὅπου δραπέτευσε καὶ ἦλθε στὴν Ἀθήνα.


Μὲ τὴν ἀμνηστία τῶν Νεοτούρκων ἐπέστρεψε στὴν Καστοριά, ὅπου καὶ πέθανε τὸ 1913, ἕναν χρόνο μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της.

Τί καταλαβαίνουμε ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω;

Ἀπὸ τὸ 1830 ἕως τὸ 1860 στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς ΠΓΔΜ καὶ εἰδικότερα στὴν Ἀχρίδα καὶ τὸ Μοναστήρι, ἡ ἐκπαιδευτική, θρησκευτική, ἐμπορικὴ δραστηριότητα ἦταν ἑλληνικὴ ἢ τουλάχιστον ἑλληνόγλωσση.
Ἡ μερικὴ μεταστροφὴ ἄρχισε περίπου τὸ 1860.
Τότε ἦταν ποὺ ὁ Ρῶσος πρόξενος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ περίφημος Ἰγνάτιεφ, στὸ πλαίσιο τῆς Ρωσικῆς πανσλαβικῆς πολιτικῆς, ξεκίνησε τὴν προσπάθεια διεγέρσεως τοῦ βουλγαρικοῦ ἐθνικισμοῦ σὲ ὅλη τὴν βαλκανική. Αὐτὴ ἡ προσπάθεια ἦταν πολὺ ἐπιτυχὴς καὶ κατέληξε στὴν ἵδρυση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας ἀρχικὰ μὲ 13 μητροπόλεις, ὁ ἀριθμὸς καὶ οἱ περιοχὲς τῶν ὁποίων ἐξαρτιόταν οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴν γλῶσσα τῶν πιστῶν καὶ τὴν ἐπιθυμία τους νὰ ὑπάγονται στὸν Ἔξαρχο καὶ ὄχι στὸν Πατριάρχη.


Ἔτσι ξεκίνησε ἕνας πόλεμος ἐκπαιδευτικῆς διείσδυσης κυρίως μεταξὺ ἑλληνοφρόνων καὶ βουλγαροφρόνων, ὁ ὁποῖος ἐντάθηκε μετὰ τὴν ρωσικὴ νίκη ἐναντίον τῶν Ὀθωμανῶν τὸ 1878 καὶ τὴν ἵδρυση τοῦ Βουλγαρικοῦ Κράτους.


Σὲ αὐτὸ τὸν πόλεμο τὸ ἑλληνικὸ κράτος δὲν ἔκανε ὅσα μποροῦσε καὶ ἔπρεπε νὰ κάνει καὶ ἔτσι ἡ βουλγαρικὴ πλευρὰ φαινόταν νὰ κερδίζει ἔδαφος ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα, ὁπότε ἡ Ἀθήνα ξύπνησε.

Σύμφωνα μὲ ξένους ἱστορικούς, οἱ παράγοντες ποὺ εὐνόησαν τὴν βουλγαρικὴ ἐκπαιδευτικὴ- γλωσσικὴ ἐπέκταση ἦταν μεταξὺ ἄλλων:
- Ἡ φοίτηση στὰ βουλγαρόφωνα σχολεῖα ἦταν δωρεάν.
- Τὸ πρόγραμμά τους ἦταν πιὸ πρακτικό.
- Σὲ μεγάλες πόλεις ὑπῆρχαν οἰκοτροφεῖα, ἐνῶ στοὺς καλοὺς μαθητὲς δίνονταν καὶ ὑποτροφίες γιὰ συνέχιση σπουδῶν στὴν Σόφια.
- Στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα διδάσκονταν μία αὐστηρὴ καθαρεύουσα ποὺ ἀπεῖχε ἀπὸ τὰ ὁμιλούμενα ἑλληνικὰ καὶ ἦταν πολὺ δύσκολη γιὰ τοὺς ἀγροτικοὺς πληθυσμούς, ὅταν μάλιστα κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς μιλοῦσαν σλαβικὲς διαλέκτους.
- Δὲν ὑπῆρχε συντονισμὸς μεταξὺ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μερικὲς φορὲς ὑπῆρχε ἀντιπαλότητα. Ἀντιθέτως, ὑπῆρχε πλήρης σύμπνοια μεταξὺ τοῦ Βουλγαρικοῦ Κράτους καὶ τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας.
- Τὸ Βουλγαρικὸ κράτος τηροῦσε μία φιλοτουρκικὴ πολιτική, ἐνῶ τὸ ἑλληνικὸ ἔκανε τὸ ἀντίθετο μὲ ἀποκορύφωμα τὸν λεγόμενο ἀτυχῆ πόλεμο τοῦ 1897, καθὼς καὶ μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν ἐξεγέρσεων στὴν Κρήτη. Ἔτσι οἱ Ὀθωμανικὴ κυβέρνηση συνήθως εὐνοοῦσε ἢ ἀνεχόταν τοὺς Βουλγάρους.
Ἐν τούτοις σὲ περιοχὲς ὅπως στὸ Μοναστήρι, τὰ ἑλληνόφωνα σχολεῖα σαφῶς ὑπερτεροῦσαν κατὰ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν Βουλγαρικῶν καὶ Σερβικῶν σχολείων.


Τὴν κατάσταση στὴν δεκαετία τοῦ 1840 περιγράφει ὁ Ρῶσος Βίκτωρ Γκριγκόρεβιτς, καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Καζάν, τὸν ὁποῖο ἤδη ἀναφέραμε, στὸ βιβλίο του «Μία σύνοψη ἀπὸ ἕνα ταξίδι στὴν Εὐρωπαϊκὴ Τουρκία», στὸ ὁποῖο περιγράφει τί εἶδε στὸ ταξίδι του στὰ Βαλκάνια τὸ 1845-46, δηλαδὴ σχεδὸν 50 χρόνια πρίν. Στὸ τμῆμα ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἀχρίδα γράφει : «Οἱ Βούλγαροι τῆς Ἀχρίδας διακρίνονται ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ τὸν χαρακτήρα τους, ἡ ἑλληνικὴ ἐπιρροὴ ὅμως ἔχει πνίξει σχεδὸν τὴν ἐθνικὴ γλῶσσα, ἡ ὁποία ἀνακτᾶ τὰ δικαιώματά της μόνο στὸν οἰκογενειακὸ κύκλο. Δὲν μοῦ ἔτυχε νὰ συναντήσω κανέναν στὴν Ἀχρίδα ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴν σλαβικὴ γραφή…».


Κατάφερα καὶ βρῆκα τὸ βιβλίο τοῦ Γκριγκόρεβιτς ἐντελῶς πρόσφατα στὴν ρωσικὴ γλῶσσα ψηφιοποιημένο ἀπὸ τὴν Google καὶ μία Ρωσόφωνη συνεργάτις μοῦ μετέφρασε αὐτὸ τὸ σημεῖο, γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχα διαβάσει ἀναφορὲς καὶ στὸ βιβλίο τοῦ Γάλλου Βίκτωρα Μπεράρ, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ μιλήσω σὲ λίγο καὶ στὸ βιβλίο τοῦ Αἰμιλίου Ταχιάου μὲ τίτλο «Ἡ Βουλγαρικὴ Ἐθνικὴ Ἀφύπνιση καὶ ἡ ἐξάπλωσή της στὴν Μακεδονία».


Τὴν κατάσταση στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα, δηλαδὴ 50 καὶ πλέον χρόνια μετὰ ἀπὸ τὸν Γκριγκόρεβιτς, περιγράφει ἁπλὰ ἀλλὰ γλαφυρὰ ὁ Γάλλος Ἑλληνιστὴς καὶ σπουδαῖος συγγραφέας Βίκτωρ Μπερὰρ στὸ βιβλίο του «Τουρκία καὶ Ἑλληνισμὸς- Ὁδοιπορικὸ στὴν Μακεδονία» τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ ἀναφορὰ τῶν ἐντυπώσεών του ἀπὸ ἕνα ταξίδι στὴν περιοχὴ τὸ 1892. Σταχυολογῶ μερικὰ χαρακτηριστικὰ περιστατικὰ συντομεύοντας τὰ κείμενα τοῦ συγγραφέα : «Πρῶτος σταθμός του ἦταν ἡ Στρούγκα, μία μικρὴ κωμόπολη. Ὁ ξενοδόχος μιλᾶ ἑλληνικὰ καὶ ντύνεται σὰν Ἕλληνας ἀλλὰ λέει, ὅτι εἶναι «φοβερὰ Βούλγαρος» καὶ ὅτι ὅλοι στὴν πόλη εἶναι Βούλγαροι.


Ὁ Μπερὰρ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο λέει, ὅτι πρὶν ἀπὸ 15-20 χρόνια ὅλοι ἀυτοθεωρούνταν Ἕλληνες ἀλλὰ μεταστράφηκαν μὲ τὴν χρήση χρημάτων ἀπὸ τὴν Ἐξαρχία.


Δεύτερος σταθμός του εἶναι ἡ Ἀχρίδα, ὅπου ἔχει συστατικὴ ἐπιστολὴ γιὰ ἕνα Ἕλληνα γιατρό, ὁ ὁποῖος ὅμως φοβᾶται νὰ τοὺς φιλοξενήσει.


Ὁ συγγραφέας λέει πὼς ἡ Ἀχρίδα εἶναι στὸ ἔλεος τῶν Βουλγάρων. Πρὶν ἀπὸ τριάντα χρόνια στὴν Ἀχρίδα ζοῦσαν 1000-1500 Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἐκτοπίστηκαν σιγὰ- σιγὰ ἀπὸ τοὺς Βούλγαρους. Τὸ 1850 οἱ Ἕλληνες τῆς Ἀχρίδας ἦταν πάμπλουτοι. Τὸ σχολεῖο ἦταν ἑλληνικό, οἱ γιατροὶ Ἕλληνες, οἱ νέοι πήγαιναν γιὰ σπουδὲς στὴν Ἀθήνα. Ποιός μιλοῦσε τότε γιὰ Βουλγαρία;


Τὸ 1864-66 ὅμως ἐμφανίστηκαν ξένοι, Ρῶσοι, ποὺ μιλοῦσαν γιὰ θρησκεία βουλγαρική, γιὰ μεγάλη Βουλγαρία κλπ. Καὶ γιὰ ἐνίσχυση τῶν λόγων τους ἔδιναν καὶ κουδουνιστὰ ἐπιχειρήματα- ἕνα πιάστρο στὸν ζητιάνο καὶ 100 λίρες σὲ κάθε τίμιο ἄνθρωπο. Ἔτσι δημιουργήθηκε τὸ βουλγαρικὸ κόμμα.


Ὁ συγγραφέας λέει ὅτι ὅσοι τοὺς πλησίαζαν, ἀκόμη καὶ οἱ Βούλγαροι παπάδες τοὺς μιλοῦσαν ἑλληνικά.
Ὅλη αὐτὴ ἡ κατάσταση εἶναι ἴδια μὲ αὐτὴ ποὺ περιγράφει στὴν Αὐτοβιογραφία του ὁ Γρηγόρης Σταυρίδης- Παρλίτσεφ ἀπὸ διαφορετικὴ ὀπτική.


Ἀξίζει νὰ διαβάσει κανεὶς τὸ βιβλίο τοῦ Βίκτορα Μπεράρ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι φιλέλληνας, τουλάχιστον ἐκείνη τὴν ἐποχή, παρ' ὅτι ὑπῆρξε σπουδαῖος Ἑλληνιστής.

Τελειώνοντας δὲν πρέπει νὰ παραλείψω νὰ πῶ, πὼς εἶναι μεγάλη εἰρωνεία, ὅτι μετὰ ἀπὸ τὸν μεγάλο καὶ πολυετῆ ἐκπαιδευτικὸ- θρησκευτικὸ-ἐθνικὸ πόλεμο μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Βουλγάρων ἀπὸ τὸ 1860 ἕως τὸ 1912, σήμερα ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ὅτι στὴν ΠΓΔΜ μιλιέται γλῶσσα «Μακεδονική», κάτι ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε διεκδικηθεῖ ἢ ἀναφερθεῖ κἂν ἐκείνη τὴν ἐποχή.


Καὶ τὸ ἐπίσης περίεργο εἶναι, ὅτι σὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ ἀντιδρᾶ μόνο ἡ Βουλγαρία.



*Ὁ Κωνσταντῖνος Καρκανιᾶς εἶναι Διευθυντὴς τοῦ Κέντρου Ἑλληνικῆς
                          Γλώσσας καὶ Πολιτισμοῦ «ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ» καὶ π. Πρόεδρος τοῦ ΟΔΕΓ.

Σχεδιασμός και Κατασκευή
JIT