ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟΙ ΤΗΣ ΝΟΤΙΟΥ ΙΤΑΛΙΑΣ
Τὰ κύρια πλήγματα ποὺ ἔφεραν αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι:
α. Ἡ καταστροφή, κατὰ τὴν τουρκικὴ εἰσβολὴ στὴν Ἀπουλία, τὸ 1480, τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἔξω ἀπὸ τὸν Ὑδρούντα (Ὄτραντο), ποὺ ἦταν κέντρον Ἑλληνικῶν Γραμμάτων καὶ ἀντιγραφὲς χειρογράφων καὶ λειτουργικῶν βιβλίων τῶν Ἑλληνικῶν Ὀρθοδόξων ναῶν τῆς περιοχῆς.
β. Τὸ κλείσιμο τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐκπαιδευτηρίου τοῦ Ναρντό, κοντὰ στὸν Τάραντα, στὸ τέλος τοῦ 15ου αἰώνα.
γ. Ἡ βίαια ἀντικατάσταση τῆς ὀρθοδόξου λατρείας στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὴν καθολικὴ στὰ λατινικά.
δ. Οἱ καταπιέσεις καὶ διώξεις τοῦ ἑλληνόφωνου πληθυσμοῦ ἀπὸ τοὺς τοπικοὺς φεουδάρχες ποὺ ἤτανε ὅλοι Γαλλονορμανδικής, Ἰταλικῆς καὶ Ἱσπανικῆς καταγωγῆς.
ε. Ἡ διακοπὴ κάθε ἐπαφῆς, ἐπὶ 10 αἰῶνες, ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ κορμό. Διακοπὴ ποὺ ἄρχισε τὸ 1040 μὲ τὴν Νορμανδικὴ κατάκτηση, ὁλοκληρώθηκε τὸ 1071 μὲ τὴν ἀποχώρηση τοῦ τελευταίου βυζαντινοῦ στρατιωτικοῦ τμήματος ἀπὸ τὴν Βάρη (Barri) καὶ ἐξελίχθηκε σὲ πλήρη ἀπομόνωση μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς Φραγκοκρατίας καὶ Τουρκοκρατίας στὴν Ἑλλάδα.
Τὰ ἑπόμενα χρόνια οἱ ἑλληνόφωνοι τῆς Κάτω Ἰταλίας στέκουν ὁλόρθοι, παρὰ τὴν ἐπέλαση τοῦ πλουσίου βορρᾶ, ποὺ μὲ τὴν μετανάστευση πρὸς τὰ μεγάλα βιομηχανικὰ κέντρα καὶ τὰ Πανεπιστήμια ρουφᾶ τὴν νιότη (ἰδίως τῆς Καλαβρίας), καὶ παρὰ τὴν ἀδιαφορία τῆς ἐπισήμου Ἑλληνικῆς Πολιτείας καὶ τὶς παλινωδίες τοῦ Ἰταλικοῦ κράτους, διατηρώντας γιὰ αἰῶνες τὸ ἱερὸ μισοσβησμένο κερὶ στὰ χέρια τῶν ἀγροτῶν τῆς Σαλεντίνα καὶ τῶν ξωμάχων τοῦ Ἀσπρομόντε, τὴν ἙλληνοΣαλεντινὴ καὶ ἙλληνοΚαλαβρέζικη Διάλεκτο.
Πολλοὶ σοφοὶ μελετητές, καθηγητές, πανεπιστημιακοὶ ἔσκυψαν μὲ ἐνδιαφέρον ἐπάνω στὸ γλωσσικὸ αὐτὸ φαινόμενο, ποὺ ἐπέζησε ἀκέραιο ὕστερα ἀπὸ τόσες καταιγίδες, στὸ πεῖσμα τόσων αἰώνων, μέσα σ’ ἕνα συνονθύλευμα ἀλλογλώσσων καὶ σ’ ἕνα κυκεώνα δεκάδων διαλέκτων.
Ὁ Ἕλληνας μελετητὴς Στυλ. Καψωμένος στὸ «Λεξιλόγιο τῶν Ἑλλήνων τῆς Καλαβρίας», γράφει: «Ὁ ἐκλατινισμὸς τῶν Ἑλλήνων τῆς Νοτίου Ἰταλίας ἄρχισε μὲ τὴν ρωμαϊκὴ κατάκτηση τῆς περιοχῆς καὶ συνεχίζεται ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια τώρα χωρὶς νὰ ἔχει συντελεστεῖ».
Δύο ὁμάδες ἐπιστημόνων βρίσκονται ἀπὸ χρόνια ἀντιμέτωπες γύρω ἀπὸ τὸ δύσκολο ἱστορικὰ καὶ γλωσσολογικὰ ἐπίμαχο θέμα τῆς καταγωγῆς τῶν ἑλληνοφώνων τῆς νοτίου Ἰταλίας.
Ἡ πρώτη ὁμάδα μὲ Ἰταλοὺς -κυρίως- ἐκπροσώπους, φιλολόγους καὶ ἱστορικοὺς (G. Morosi, O. Parlangeli, Alessio, Battisti, H. Remot κ. ἄ.) δὲν δέχεται ὅτι ὕστερα ἀπὸ τόσους αἰῶνες Ρωμαιοκρατίας, ἡ ὁποία ἐπιβλήθηκε πλήρως στὴν περιοχὴ ἀπὸ τὸν 2ο Καρχηδονιακὸ πόλεμο (210 π.Χ.), ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπιζήσει ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος καὶ νὰ μὴν ἔχει ἐξοντωθεῖ ἢ ἀφομοιωθεῖ. Ὑποστηρίζουν λοιπὸν ὅτι οἱ σημερινοὶ ἑλληνόφωνοι εἶναι ἀπόγονοι Ἑλλήνων ἀποίκων της Βυζαντινῆς περιόδου ποὺ ἦλθαν μετὰ τὸν 9ο – 10ο μ.Χ. αἰῶνα.
Ἡ δεύτερη ὁμάδα μὲ κύριους ἀντιπροσώπους τὸν πρωτοπόρο Ἕλληνα γλωσσολόγο Δ. Χατζηδάκη καὶ τὸν Γερμανὸ γλωσσολόγο – ρωμανιστὴ G. Rohlfs ποὺ συμπληρώνει καὶ ἐπεκτείνει τὴν θεωρία τοῦ πρώτου (μὲ συνοδοιπόρους τοὺς Καραναστάση, Καρατζά, Καψωμένο, Κουρμούλη κ. ἄ.) ὑποστηρίζει τὴν ἀρχαιοελληνικὴ καταγωγὴ τῶν ἑλληνοφώνων τῆς Ἀπουλίας καὶ Καλαβρίας, ποὺ ἐνισχύθηκαν πληθυσμιακὰ κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους, μετὰ τὴν ἅλωση καὶ κατὰ τὴν τουρκοκρατία.
Οἱ Ἕλληνες αὐτοὶ μιλοῦσαν χωρὶς διακοπὴ τὴν ἑλληνικὴ μέσα σὲ μία φυσιολογικὴ ἐξελικτικὴ πορεία τοῦ ἰδιώματος ποὺ συνεχῶς διαμορφώνετο μὲ νεώτερα γλωσσικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς καὶ ἄλλους Ἕλληνες ἀποίκους.
Τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῶν ἑλληνοφώνων εἶναι ἐκ πρώτης ἀκουστικῆς ἐμπειρίας δυσνόητο ἔχει ὅμως μεγάλη συγγένεια μὲ νησιώτικες νεοελληνικὲς διαλέκτους. Ὁ κορμὸς τοῦ βασίζεται σὲ μεσαιωνικὰ καὶ ἀρχαιοελληνικὰ στοιχεῖα ἀνάμεικτο μὲ ἰταλικὲς λέξεις, οἱ ὁποῖες μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων ἀντικαθιστοῦν ὅλο καὶ περισσότερες ἑλληνικές.
Ἂς ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ μερικὲς ἀρχαῖες λέξεις, μὴ χρησιμοποιούμενες ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ ὅμως χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ τελευταῖος Σαλεντίνιος χωρικὸς:
ἄρτε (νὰ) = τώρα
διχατέρα = θυγατέρα
ἀλεστάει = γαβγίζει
φρέα = πηγάδι
ἱμάτιο = ροῦχο
ἐννοῶ = καταλαβαίνω
ἀσ(κ)άδι = σκιάδιο (καπέλο)
Ἡ διάλεκτος ποὺ μετεβιβάζετο προφορικὰ ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ δὲν ἐδιδάσκετο στὰ σχολεῖα παρὰ τὴν ἐπιθυμία καὶ τοὺς ἀγῶνες πολλῶν ἑλληνοφώνων (δημάρχων, λογίων κλπ). Κατόρθωσε νὰ ἐπιζήσει 20 αἰῶνες ἐν μέσω διώξεων καὶ κινδύνευσε νὰ ἐξαφανισθεῖ ἐν μέσω ἐλευθερίας! Ἀπὸ τὸ 1998 διδάσκεται -πλέον- στὰ σχολεῖα ἐνῶ ἀπὸ τὸ 1994 ὑπάρχουν Ἕλληνες δάσκαλοι (διδάσκουν Νέα Ἑλληνικά). Οἱ λόγοι ποὺ δικαιολογοῦν αὐτὸν τὸν κίνδυνο εἶναι ὅτι μὲ τὴν ἐξέλιξη τῶν συγκοινωνιῶν καὶ τῆς οἰκονομίας οἱ ἐπαφὲς μὲ τοὺς ἑτερόγλωσσους πολλαπλασιάσθηκαν, ἡ ἐκπαίδευση γίνεται μόνο στὴν ἰταλικὴ καὶ ἡ γνώση μόνο τοῦ ἰδιώματος (griko) ὁδηγεῖ στὴν κοινωνικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἀπομόνωση, ποὺ δημιουργεῖ αἴσθημα κατωτερότητος καὶ ὠθεῖ τοὺς νέους στὴν ἐκμάθηση καὶ ἀποκλειστικὴ χρήση τῆς ἰταλικῆς.
Τὸν 16ο αἰῶνα ὁ Ρογῆρος Βάκων ἐπισφραγίζοντας τὶς ἀνωτέρω ἀπόψεις γράφει στὸν Πάπα: «Σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἰταλίας ὁ λαός της εἶναι ἀνόθευτα Ἑλληνικός».
Σήμερα κάτω ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τῆς Ἀπουλίας, τὸ Lecce, τὸ ἀρχαῖο Ἀλίσσιο, τὴν Ἀθήνα τῆς Πούλιας, ὅπως τὴν ὀνόμαζαν ἐξ αἰτίας τῆς ἐκεῖ ἀνθήσεως τῶν γραμμάτων ἀπὸ τοὺς παλαιότερους Ἕλληνες, 9 χωριά: ἡ Καλημέρα, τὸ Μαρτινιάνο, τὸ Μαρτάνο, τὸ Καστρινιάνο ντέι Γκρέτσι (Καστράκι τῶν Ἑλλήνων), τὸ Μελπινιάνο, τὸ Τζολίνο, ἡ Στερνατία, τὸ Κωριλιάνο ντ’ Ὄτραντο καὶ τὸ Σολέτο εἶναι τὸ ζωντανὸ ἀπομεινάρι τῆς πάλαι ποτὲ λαμπρῆς παρουσίας.
Ἡ ἑλληνόφωνη περιοχὴ τῆς Καλαβρίας εἶναι σκαρφαλωμένη στὸ βουνὸ Ἀσπρομόντε, ἀνατολικὰ τοῦ Ρηγίου, ὅπου κατέφυγαν οἱ κάτοικοι πρὶν πολλοὺς αἰῶνες γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς πειρατὲς καὶ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὶς καταπιέσεις τῶν κατακτητῶν Νορμανδῶν, Γάλλων καὶ Ἱσπανῶν. Εἶναι ὀρεινή, ἄγρια, δυσπρόσιτη μὲ δρόμους σὲ κακὴ κατάσταση. Ἡ ἀδιαφορία τῶν ἰταλικῶν κυβερνήσεων ἀνάγκασε τοὺς κατοίκους τῶν περιοχῶν αὐτῶν νὰ ξενιτευτοῦν γιὰ τὸ Ρήγιο καὶ τὴν βόρειο Ἰταλία, ἐγκαταλείποντας τὰ χωριά τους, ποὺ εἶναι κτισμένα στὶς πλαγιὲς πάνω ἀπὸ τὴν κοιλάδα τοῦ χειμάρρου Ἀμυγδαλεώνα (Amendolea στὰ Ἰταλικὰ) καὶ εἶναι: ὁ Βούας (Bova), τὸ Γαλιτσιανό, τὸ Ροχούδι, τὸ Κοντοφούρι καὶ τὸ Βουνὶ (Roccaforte del Greco). Στὴν παραλία ὑπάρχει καὶ ἡ Bova Marina (Γυαλὸς τοῦ Βούα).
Ἡ διάσωση τῆς διαλέκτου εἶναι ἐπιδίωξη καὶ ἔργο ζωῆς πολλῶν γκρεκάνων, ποὺ φοβοῦνται μήπως ἡ γλῶσσα τους γίνει μουσειακὸ εἶδος. Ἡ προσπάθεια ἄρχισε πρὶν ἀπὸ ἕναν αἰῶνα, ὅταν τὸν Μάιο τοῦ 1896 ὁ λόγιος καθηγητὴς Βίτο Ντομένικο Παλοῦμπο (Vito Domenico Palumbo) μίλησε στὸν «Φ.Σ. Παρνασσὸς» μὲ αὐτὸ τὸ θέμα κρούοντας τὸν κώδωνα κινδύνου καὶ παρακαλώντας τὴν τότε πολιτικὴ καὶ πνευματικὴ ἡγεσία νὰ συμπαρασταθεῖ στὸν ἀγῶνα.
Ἔκτοτε πολλοὶ ἄλλοι παρέλαβαν τὴν σκυτάλη τοῦ ἀγώνα ὅπως οἱ: Τομάζι, Βίτο Φάτσι, Μπρίσιο Ντὲ Σάντυ, Γκαμπριέλι ( ὁ ὁποῖος εἶχε πεῖ: Ἕλληνες εἴμαστε, καυχώμεθα γιὰ τὴν καταγωγή μας), Λεφόνς, Στομέο, Κοτάρντο, Ἀπρίλε, Σικοῦρο κ. ἄ.
Ἡ συνείδηση καὶ ἡ συναίσθηση τῆς καταγωγῆς τῶν ἑλληνοφώνων της Ἀπουλίας ἐκφράζεται ἀπὸ τοὺς στίχους τοῦ λαϊκοῦ ποιητῆ:
Ἐννέα μήνου σὲ βάσταξε ἴττη τσοιλία Ἐννέα μῆνες σὲ βάσταξε στὴν κοιλία
μὸ γκάλα σὲ νάστησε μὲ τὸ γάλα σὲ ἀνάστησε
σὺν μάτεσε ἡ γκλῶσσα Γκρήκα σοῦ ἔμαθε τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα
σέντσα φατία χωρὶς δυσκολία
γιατία Γκρῆκο ἤσανε γιατὶ ἑλληνικὸ εἶναι
ὁ γκαίμα τσαὶ ἡ φυσχὴ τὸ αἷμα καὶ ἡ ψυχὴ
Οἱ κάτοικοι τῶν χωριῶν (σύγχρονες κωμοπόλεις) ἔχουν συσπειρωθεῖ γύρω ἀπὸ πολιτιστικούς, μορφωτικοὺς ἢ μουσικοχορευτικοὺς συλλόγους (Ἀργκαλεῖο, Ἡ φωνὴ μά, Οἶστρος στὴν Ἀπουλία· καὶ Ἰόνικα, Γυαλὸς τοῦ Βούα, Ζωή, Γλῶσσα καὶ Ἕνωση Ἑλληνοφώνων τῆς Καλαβρίας= Cumelca στὴν Καλαβρία), προσπαθώντας νὰ διατηρήσουν ἀναμμένη τὴν φωτιὰ τῆς γλώσσας, γιατὶ πιστεύουν ὅτι ἡ διατήρηση καὶ ἡ ἐπιβίωση τῆς διαλέκτου εἶναι ἀναφαίρετο βασικὸ ἀνθρώπινο δικαίωμα. Ζητοῦν ἐπίσης νὰ ἐξακολουθήσει νὰ διδάσκεται ἡ διάλεκτός τους, ὅπως ἄλλωστε προβλέπεται ἀπὸ τὸ σύνταγμα γιὰ νὰ μήν:
…πεσαίνει
ἡ γλῶσσα ντικὴ μὰ
ἡ γλῶσσα τοῦ Ὀμέρου
πόναι μεγκάλη
ὡς ἐτσεῖνο…
Εἶναι καθῆκον μας λοιπὸν νὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὴν διάσωση τῆς πανάρχαιας αὐτῆς διαλέκτου, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐνισχύοντας ποικιλοτρόπως τοὺς δεσμοὺς τῆς Μάνας Ἑλλάδας μὲ τὶς Ἑλληνικὲς Ζῶνες (ἀδερφοποιήσεις, φιλοξενίες, πολιτιστικές, μορφωτικὲς καὶ ἀθλητικὲς ἐκδηλώσεις καὶ ἀνταλλαγές), ἀφ’ ἑτέρου δὲ συνδράμοντας τὸν ἀγῶνα τῶν δασκάλων, φιλολόγων τῶν περιοχῶν, τῶν πολιτιστικῶν συλλόγων καὶ τῶν Δημοτικῶν τους ἀρχῶν γιὰ διδασκαλία τῆς διαλέκτου καὶ τῆς νέας ἑλληνικῆς, καθὼς καὶ τὴν προσπάθειά τους γιὰ τὴν διάσωση τῆς πλούσιας πολιτιστικῆς τους κληρονομιᾶς (μοιρολόγια, τραγούδια, χοροί, παραμύθια).