ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ ΣΙΚΟΥΡΟ
τῆς Φωτεινῆς Καϊμάκη*
Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ ταξιδεύω στὴν εὐλογημένη γῆ τοῦ Σαλέντο, τὸ σπίτι τῆς ὁδοῦ Savoia 22 στὸ Μαρτάνο ἦταν γιὰ μένα ἕνας σταθμὸς γιὰ νὰ ξεκουράσω τὴν ψυχή μου, καθὼς πάντα μὲ ὑποδεχόταν ὁ Σαλβατόρε Σικοῦρο, ἁπλός, φυσικός, αὐθόρμητος, ἕνας γλαφυρότατος καὶ συναρπαστικὸς συνομιλητής, ἕνας δάσκαλος.
Ὧρες ἀτέλειωτες ἀνάμεσα σὲ στοῖβες βιβλίων, στὸν καναπέ, στὸ τραπέζι, στὸ πάτωμα, μιλούσαμε γιὰ τὴν γλῶσσα. Μήπως εἴχαμε καὶ κάτι ἄλλο στὸ μυαλὸ πάρεξ ἱστορία καὶ γλῶσσα;
Κάθε τόσο ἄνοιγε καὶ κάποιο βιβλίο, γιὰ νὰ τεκμηριώσει αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔλεγε. Δὲν παρέλειπε καὶ τὴν ἀπαγγελία ἀπὸ τὸ βιβλίο του «Itela na su po» ὅπου συγκέντρωσε λαϊκὰ ποιήματα ἀπὸ ἕνα τετράδιο τοῦ μεγάλου Σαλεντίνου φιλόλογου καὶ ποιητῆ Βίτο Ντομένικο Παλοῦμπο.
Γνώριζε καὶ ἀφηγοῦνταν τὴν ἱστορία τὴν Σαλεντινὴ μὲ ἕναν τρόπο μοναδικό. Ἡ μνήμη του νεανική, ἡ γνώση τῆς νεοελληνικῆς θαυμάσια, τῆς λατινικῆς ἐξαίρετη.
Ἡ ἀγάπη του γιὰ κάθετι ἑλληνικὸ ἀξιοθαύμαστη. Τὰ μάτια του ἔλαμπαν, σπινθήριζαν ὅταν ὑποστήριζε τὴν καταγωγὴ τῶν ἑλληνόφωνων ἀπὸ τοὺς Κρῆτες, ὅταν διέκρινε τὶς ὁμοιότητες τῶν λέξεων καὶ μ’ ἐκεῖνο τὸ χαρακτηριστικὸ γέλιο του πάσχιζε νὰ ἀποδείξει τὰ αὐτονόητα γιὰ κεῖνον, ἀκατανόητα γιὰ ἄλλους.
-Μά, τὶς ἴδιες λέξεις ἔχουμε καὶ μεῖς ὅπως στὴν Κρήτη, ciuri-ciris (ὁ πατέρας), lifona (λεχώνα), kombono (ἐξαπατῶ), priko (πικρό), appidi (ἀπίδι), μοῦ ἔλεγε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ περίμενε τὴν δική μου ἐξίσου ἐνθουσιαστικὴ ἐπιβεβαίωση.
Θυμᾶμαι τὶς ξεναγήσεις στὴν ὁδὸ Κατουμερέα, μὲ τὸ ἑλληνικότατο ὄνομα καὶ τὶς Ὁμηρικὲς αὐλές. Ἡ αὐλὴ «ambro» (ἐμπρὸς) καὶ ὁ «cipo ampi» (πίσω), ἡ «codespina», τὸ «argalio» καὶ τὸ «arrati» (ἀδράχτι). Ἐκεῖ καὶ τὸ σπίτι τῶν Σικοῦρο.
Ὁ ἐνθουσιασμός του νεανικὸς καὶ ἡ συγκίνησή του ἐφηβική. Μὰ τί ἄλλο ἦταν ἀπὸ ἔφηβος 87 ἐτῶν ὅταν ἔτρεχε μερικὲς φορὲς μαζί μου στὰ χωράφια ἀκούραστος ψάχνοντας μία μασσερία ἢ μία ὑπόγεια βραχώδη ἐκκλησιά;
Δὲν θὰ ξεχάσω τὴν συγκίνησή του ὅταν ὕστερα ἀπὸ περιπλάνηση ἀρκετῆς ὥρας στὴν ἐξοχὴ μεταξὺ Μαρτάνο καὶ Καρπινιάνο, βρῆκε τὰ βαθιὰ χνάρια, τὶς αὐλακώσεις ἀπὸ τὶς ρόδες τῶν κάρων τῆς Τραϊάνας ὁδοῦ.
-Κοίτα, μοῦ λέει, μπορεῖς νὰ ἀκούσεις τὸν θόρυβο πάνω στὴν πέτρα, μπορεῖς νὰ δεῖς τὶς ρωμαϊκὲς λεγεῶνες νὰ περνοῦν.
Σιωπηλοὶ ὕστερα περπατήσαμε πάνω στοὺς αἰῶνες.
Μεγάλε δάσκαλε, ἡ γῆ τοῦ Σαλέντο μὲ τὶς χιλιόχρονες ἐλιές, τὶς κρύπτες καὶ τοὺς Ἁγίους της, τὰ ντόλμεν καὶ τὰ μενίρ, τὰ λιοτρίβια καὶ τὸ γλυκόπιοτο κρασὶ ,ἂς εἶναι γιὰ σένα, ποὺ τόσο τὴν ἀγάπησες, ἐλαφριὰ καὶ γλυκόστρωτη.
* Ἡ Φωτεινὴ Καϊμάκη εἶναι Φιλόλογος - ἐρευνήτρια Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ Κάτω Ἰταλίας, Μέλος τοῦ ΟΔΕΓ.