ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΤΣΙΩΝΗ

 

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ


Προοπτικὲς ἀνάπτυξης τῶν ἐκπαιδευτικῶν- πολιτιστικῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν δύο χωρῶν

 

τοῦ Παναγιώτη Κοτσιώνη*

 

004Οἱ σχέσεις μας, μὲ τοὺς ὁμόδοξους λαούς, περιμετρικὰ τοῦ Ἐύξεινου Πόντου, προσδιορίζονται, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἵδρυσης τῶν ἑλληνικῶν ἀποικιῶν, τὸν 8ο καὶ 7ο π.Χ. αἰῶνα.


Ὅπως μαρτυροῦν οἱ πανάρχαιοι μῦθοι γιὰ τὴν ἐκστρατεία τῶν Ἀργοναυτῶν στὴν Κολχίδα καὶ τὸ ταξίδι τοῦ Θεοῦ Ἀπόλλωνα, κάθε χρόνο, ἀπὸ τὸ Μαντεῖο τῶν Δελφῶν στὴν χώρα τῶν ὑπερβορείων Παρθένων, πάνω σ' ἕνα ἅρμα ποὺ τὸ ἔσερναν 4 κύκνοι, οἱ Ἕλληνες εἶχαν περάσει τὰ φοβερὰ στενὰ τοῦ Βοσπόρου καὶ εἶχαν διαπλεύσει τὸν Ἄξενο πόντο, ποὺ γιὰ νὰ τὸν ἐξευμενίσουν τὸν ὀνόμασαν Εὔξεινο.


Τὸ δύσκολο ταξίδι ἀπὸ τὸ στόμιο τοῦ Βοσπόρου ἕως τὸν ποταμὸ Φάσι διαρκοῦσε- ὅπως λέει ὁ Ἡρόδοτος - 9 ἡμέρες καὶ 8 νύχτες. Ἕνα φοβερὸ ταξίδι μέσα στὴν ὁμίχλη τῆς ἀνήλιαγης ἡμέρας καὶ τῆς ἄναστρης νύχτας, χωρὶς ἕνα νησὶ νὰ προσεγγίσουν, ποὺ μόνο οἱ θαλασσινοὶ Ἕλληνες μποροῦσαν νὰ φέρουν σὲ πέρας.


Μέσα σὲ δύο αἰῶνες οἱ ἑλληνικὲς πόλεις, κυρίως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἶχαν ὁλοκληρώσει τὸν ἀποικισμὸ τῶν δυτικῶν καὶ βόρειων ἀκτῶν τοῦ Εὔξεινου Πόντου καὶ τὸ βορειότερο ἄκρο τῆς Ἀζοφικῆς, στὶς ἐκβολὲς τοῦ Ταναΐς, ποὺ ἀποτελοῦσε, κατὰ τὴν Στράβωνα, τὸ Ὅριο τῆς Εὐρώπης μὲ τὴν Ἀσία.


Σπουδαῖες ἑλληνικὲς ἀποικίες στὶς ἀκτὲς τοῦ Εὔξεινου ὑπῆρξαν, μεταξὺ ἄλλων, ἡ Τύρα, ἡ Ὀλβία, ἡ Χερσόνησος ἡ ταυρική, ἡ Θεοδοσία, ἡ Εὐπατορία, τὸ Παντικάπαιο καὶ Μυρμήκειον.


Στὸ στενότερο δὲ σημεῖο τοῦ πορθμοῦ τοῦ Κιμμέριου Βοσπόρου οἱ Ἕλληνες ἔχτισαν τὸ Παρθένιο καὶ στὶς ἀπέναντι ἀκτὲς τοῦ Ταμὰν κοντὰ στὴν Φαναγόρεια τὸ Ἀχείλλιον, γιὰ νὰ ἐλέγχουν ὅλο τὸ μῆκος τοῦ Πορθμοῦ καὶ τὴν εἴσοδο τῆς Μαιώτιδας Λίμνης.


Οἱ Ἕλληνες ἄποικοι, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ Ἡροδότου στὸ 4ο βιβλίο του, καὶ ἀποδεικνύεται σήμερα ἀπὸ τὰ πλούσια εὑρήματα τῶν ἀνασκαφῶν τῶν ἀρχαίων πόλεων καὶ τῶν Σκυθικῶν βασιλικῶν Τύμβων, εἶχαν ἀναπτύξει ἀπὸ ἐνωρὶς ἐμπορικὲς καὶ πολιτιστικὲς σχέσεις μὲ τοὺς κυρίαρχους λαοὺς τῆς στέπας.


Ἡ Ὀλβία, γιὰ παράδειγμα, ποὺ ἱδρύθηκε ἀνάμεσα στὰ στόμια τῶν ποταμῶν Δνείπερου καὶ Μπούγκ, ἀποτέλεσε ἀποικία πρότυπο γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς εὐδαιμονίας στοὺς κατοίκους της, χάρις στὶς ἁρμονικὲς σχέσεις ποὺ διατήρησε μὲ τοὺς νομαδικοὺς λαοὺς τῆς Στέπας.


Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Γάλλος Ἑλληνιστὴς Πὼλ Φὼρ οἱ Ἕλληνες ἄποικοι στὸν Εὔξεινο Πόντο ἦταν ἄξιοι ἐπαίνου ἐπειδὴ μέτρησαν τὰ βήματά τους καὶ δὲν μπῆκαν στὸν πειρασμὸ νὰ ὑποτάξουν τὴν πλούσια χώρα τῆς στέπας, ἀλλὰ σύναψαν συμφωνίες μὲ τοὺς Σκύθες. Γιὰ πολλοὺς αἰῶνες συμβίωσαν εἰρηνικά, δέχτηκαν πολιτιστικὲς ἐπιρροὲς ἀπὸ τοὺς γείτονὲς τοὺς καὶ τοὺς μύησαν, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ περίπτωση τοῦ Σκύθη Ἀνάχαρση, στὸν ἑλληνικὸ τρόπο σκέψης καὶ ζωῆς.


Οἱ Ἕλληνες τοὺς προμήθευαν τὸ ἁλάτι, τὰ ἐργαλεῖα, τὰ μεγάλα πήλινα σκεύη, τὸ κρασὶ καὶ ἔπαιρναν ἀπὸ τοὺς Σκύθες, τὸ σιτάρι, τὶς γοῦνες, τὰ δέρματα καὶ τὸ χρυσάφι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο οἱ ἐπιδέξιοι Ἕλληνες τεχνῖτες τῆς μητρόπολης καὶ τῶν ἀποικιῶν δημιουργοῦσαν πολύτιμα ἀντικείμενα. Μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ κομψοτεχνήματα, σύμφωνα μὲ τὴν αἰσθητικὴ τῶν ντόπιων (ἐλληνοσκυθική τεχνοτροπία).


Μεταβατικὸ στάδιο, στὴν πορεία γιὰ τὴν ἔναρξη τῶν Βυζαντινορωσικῶν σχέσεων, κατὰ τὸν Μεσαίωνα, ἀποτέλεσε, χωρὶς ἀμφιβολία, ἡ Χερσώνα, ποὺ λειτούργησε ὡς προωθημένος στρατιωτικὸς καὶ ἐμπορικὸς σταθμὸς τῶν Βυζαντινῶν γιὰ τὶς συναλλαγές τους μὲ τοὺς λαοὺς τῆς Στέπας.


Ἡ ἀρχὴ τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλάβων ἔγινε τὸν 9ο μ.Χ, αἰῶνα μὲ τὶς ἱεραποστολὲς ποὺ καθιέρωσε ὁ φωτισμένος Πατριάρχης Φώτιος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε καὶ ὁ θεμελιωτὴς τῆς ὑψηλῆς βυζαντινῆς διπλωματίας. Τὸ ἀποφασιστικὸ βῆμα γιὰ τὸν φωτισμὸ τῶν Σλάβων ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἱεραποστόλους Μεθόδιο καὶ Κύριλλο, οἱ ὁποῖοι δημιούργησαν τὸ Κυριλλικὸ Ἀλφάβητο, μέσω τοῦ ὁποίου ἔγινε κτῆμα τῶν Σλάβων ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση καὶ ἡ βυζαντινὴ Γραμματεία.


Τὸ Βυζάντιο, μὲ ἐπίκεντρο πάντοτε τὴν Χερσώνα, ἔστελνε ἀδιάκοπα τὶς ἱεραποστολές του, στὸν Βορρᾶ, διαμέσου τοῦ δρόμου τῶν Βαράγγων, τοῦ πλωτοῦ Δνείπερου, μέχρι νὰ πετύχει τὸν σκοπό του, νὰ ἐντάξει δηλαδὴ τοὺς ἀνατολικοὺς Σλάβους στὴν Βυζαντινὴ Κοινοπολιτεία.


Σύμφωνα μὲ τὸ ρωσικὸ πρώϊμο χρονικὸ τοῦ Νέστορα, ποὺ γράφτηκε τὸν 11ο αἰῶνα στὸ Κίεβο, ὁ ἡγεμόνας Βλαδίμηρος πείστηκε νὰ βαπτιστεῖ τὸ 988 μ.Χ. καὶ νὰ ἀνακηρύξει τὸν ὀρθόδοξο Χριστιανισμὸ ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους τοῦ Κιέβου, ὅταν ἄκουσε τὴν περιγραφὴ τῶν ἀπεσταλμένων του στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ εἶχαν παρακολουθήσει τὴν θεία λειτουργία στὴν Ἁγία Σοφία: «Μᾶς ὁδήγησαν-εἶπαν-σὲ κτίρια ὅπου λάτρευαν τὸν Θεό τους καὶ δὲν γνωρίζαμε ἂν ἤμασταν στὸν οὐρανὸ ἢ στὴν γῆ. Ἐπειδὴ στὴν Γῆ δὲν ὑπάρχει τέτοια λαμπρότητα καὶ τέτοια ὀμορφιά, καὶ εἴμαστε σὲ ἀμηχανία πὼς νὰ τὴν περιγράψουμε».


Αὐτὴ εἶναι ἡ ρομαντικὴ πλευρὰ τῆς ἱστορίας γιὰ τὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ τὸν Βλαδίμηρο τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Τὸ πιθανότερο, ὅμως, εἶναι ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Βλαδίμηρου νὰ ὑπαγορεύτηκε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἐπεκτείνει τὴν κυριαρχία του πρὸς τὸν νότο, ἀξιοποιώντας τοὺς δυναστικοὺς δεσμούς του μὲ τὸ Βυζάντιο.


Ἡ ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου ἀποτυπώθηκε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀρχιτεκτονική, στὴν ἐκκλησιαστικὴ Γραμματεία, καθὼς καὶ στὴν διοίκηση τῆς ἐκκλησίας τῶν Σλάβων.


Ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας στὸ Κίεβο ( 1037- 1046), διακοσμήθηκε ἀπὸ τοὺς καλύτερους τεχνῖτες τῆς Πόλης καὶ ἡ μονὴ τοῦ Σπηλαίου (Πετσέρσκαγια Λαύρα), ὑιοθέτησε τὸ τυπικὸ τῆς μονῆς τοῦ Στουδίου τῆς Κωνσταντινούπολης.


Ἡ ρωσικὴ Μητρόπολη τοῦ Κιέβου καὶ Πάσης Ρωσίας ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της ὑπαγόταν στὴν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ διατηροῦσε μὲ αὐτὸ στενὲς ἐπαφὲς καὶ πνευματικὲς σχέσεις. Στὴν περίοδο τοῦ Κιεβινοῦ Κράτους- πρὶν ἀπὸ τὴν μογγολικὴ κατάκτηση-ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης Μέγεντορφ ὅτι οἱ 17 ἀπὸ τοὺς 23 μητροπολῖτες τοῦ Κιέβου ἦταν Ἕλληνες.


Στὰ ἑλληνορθόδοξα Πατριαρχεῖα, Ἕλληνες ἱεράρχες, ταλαντοῦχοι ζωγράφοι, ἁγιογράφοι καὶ φωτισμένοι Λόγιοι καὶ διανοητὲς ἐργάστηκαν στὴν Ρωσία μὲ ζῆλο, γιὰ πολλοὺς αἰῶνες, γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς ὀρθόδοξες κοινότητες ποὺ πιέζονταν ἀπὸ τὴν Οὐνία. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ὑποστήριξαν τὴν λειτουργία τῶν Ἑλληνοσλαβικῶν Σχολῶν, ὅπως ἡ Σχολὴ τοῦ Ὀστρόγκ, ἡ Σχολὴ τῆς Μόσχας καὶ ἡ Ἑλληνοσλαβικὴ Ἀκαδημία τοῦ Μογίλα στὸ Κίεβο, ἵδρυσαν καὶ ἄλλα ἑλληνοσλαβικὰ σχολεῖα καὶ τὰ ἐφοδίασαν μὲ τυπογραφεῖα. Ἔγιναν δάσκαλοι, κωδικογράφοι καὶ μεταφραστὲς ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων καὶ πέτυχαν νὰ στηρίξουν πνευματικὰ τὸ ὀρθόδοξο πνεῦμα Οὐκρανῶν καὶ Ρώσων.


Μεταξὺ τῆς πλειάδας τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται ὁ Θεοφάνης ὁ Ἕλληνας, ἁγιογράφος καὶ δάσκαλος τοῦ Ἀντρέϊ Ρουμπλιώφ, ποὺ καθιέρωσε τὴν ρωσικὴ τεχνοτροπία στὴν ἁγιογραφία. Ὁ Ἀρσένιος τῆς Ἐλασσόνας, ὁ Κύριλλος ὁ Λούκαρις, ὁ Μελέτιος Συρίγος, ὁ Μάξιμος ὁ Γραικός, ὁ Παΐσιος Λιγαρίδης καὶ οἱ Εὐγένιος Βούλγαρης καὶ Νικηφόρος Θεοτόκης.


Ἡ ἑλληνικὴ παρουσία στὴν Οὐκρανία καὶ τὴν Ρωσία συνεχίστηκε καὶ στὴν νεότερη ἐποχή, κατὰ τὸν 18ο καὶ 19ο αἰῶνα, ὅταν ἤκμασαν οἱ ἑλληνικὲς κοινότητες τοῦ Νέζιν, τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Μαριούπολης καὶ πολλῶν ἀκόμη πόλεων τῆς Οὐκρανίας καὶ τῆς Ρωσίας. Στὴν περίοδο αὐτὴ οἱ ἑλληνικὲς ἀδελφότητες καὶ κοινότητες, χάρις στὸ ἐξαγωγικὸ ἐμπόριο ποὺ διεξῆγαν, ἀναδείχτηκαν σὲ σπουδαία πνευματικὰ καὶ μορφωτικὰ κέντρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ πάροικοι αὐτοὶ συμμετεῖχαν ἐνεργὰ στὴν οἰκονομικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἄνθηση τῶν κοινωνιῶν ποὺ τοὺς φιλοξενοῦσαν. Στὰ ἑλληνικὰ ἐκπαιδευτήρια τοῦ Ἀλέξανδρου Μπούμα στὸ Νέζιν, στὸ Λύκειο Ρισελιὲ καὶ τὴν Ἑλληνοεμπορική Σχολὴ στὴν Ὀδησσό, μὲ τὴν πλούσια βιβλιοθήκη, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες φοιτοῦσαν Οὐκρανοὶ καὶ Ρῶσοι μαθητές.


Οἱ εὐπατρίδες Ἕλληνες καὶ μαικῆνες ἔμποροι, μὲ τὴν οἰκονομικὴ δύναμη ποὺ διέθεταν καὶ τὴν καλλιέπειά τους εἶχαν τὴν εὐαισθησία νὰ ἀφήσουν τὸ ἀποτύπωμά τους τόσο στὶς πόλεις ποὺ ζοῦσαν ὅσο καὶ στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τους στὴν Ἑλλάδα.


Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς κοινωνικὲς εὐεργεσίες, τὶς δωρεὲς καὶ τὶς ὑποτροφίες ποὺ παραχωροῦσαν σὲ νέους σπουδαστές, ἔδειχναν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν τεχνῶν καὶ κοσμοῦσαν τὶς πόλεις μὲ ἑλληνορθόδοξους ναούς, μὲ θέατρα, ὄπερες καὶ ἄλλα λαμπρὰ πνευματικὰ ἱδρύματα. Μεταξὺ τῶν σπουδαίων ἀνθρώπων τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων ἀναφέρονται, ὁ Κ. Κονιαρκτός, τὸν 17ο αἰῶνα, στὴν Λβὶβ τῆς Δυτικῆς Οὐκρανίας, οἱ ἀδελφοὶ Ζωσιμάδες κι ὁ Ἀλέξανδρος Μπούμας στὸ Νέζιν, οἱ Μαρασλῆδες, οἱ Ροδοκανάκηδες οἱ Πετροκόκκινοι κ.ἄ. στὴν Ὀδησσὸ καὶ σὲ ἄλλες πόλεις, κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα.


Ἡ ἑρμηνεία τῆς ἐπιτυχίας τῶν Ἑλλήνων στὸ θαλάσσιο ἐμπόριο ποὺ διεξῆγαν στὴν Μαύρη Θάλασσα καὶ στὴν Ἀζοφική, πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ στὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει, ὡς Ὀθωμανοὶ ὑπήκοοι, στὴν ναυτιλία καὶ τὸ διεθνὲς ἐμπόριο, καθὼς καὶ στὴν ἀποτελεσματικὴ ὀργάνωση τῶν ἐμπορικῶν ἐταιριών τους, (τοργκόβιι ντόμα), ποὺ λειτουργοῦσαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς οἰκογενειακὲς ἐπιχειρήσεις.


Ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τῶν ταξιδιῶν τοῦ Ζουλιὲν Μπορντιὲ (Γραμματέα τοῦ Γαλλικοῦ Προξενείου), στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνα γνωρίζουμε ὅτι οἱ ἐξαγωγὲς τοῦ ὀξύρυγχου καὶ τοῦ χαβιαριοῦ ἀπὸ τὴν Κριμαία καὶ τὸ Ἀζόφ γιὰ λογαριασμὸ τῶν Ἑνετῶν ἦταν στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων ἐμπόρων.


Γνωρίζουμε ἀκόμη ὅτι οἱ ἑλληνικὲς ἐμπορικὲς ἀδελφότητες ποὺ δραστηριοποιοῦνταν στὶς ἡγεμονίες τῆς Μολδαβίας καὶ τῆς Βλαχίας, ἀπὸ τὸν 16ο αἰῶνα, ἐπεξέτειναν ἀργότερα τὸ ἐμπόριο στὴν Οὐκρανία. Ὕστερα, μάλιστα, ἀπὸ τὴν ἐπιτυχῆ ἔκβαση τῆς ἐπανάστασης ποὺ ὁδήγησε στὴν αὐτονομία τῆς Οὐκρανίας ἀπὸ τὴν Πολωνικὴ κυριαρχία, ὁ Ἀταμάνος Μπογδὰν Χμελίντσκι τοὺς παραχώρησε ἐμπορικὰ δικαιώματα, ἀνοίγοντας τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀνάδειξη τῆς Νίζνας.


Ὡστόσο, ἡ ἰσχυρὴ παρουσία τῶν ἑλληνικῶν Κοινοτήτων καὶ ἡ ἁλματώδης οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τους, ὀφείλεται, κυρίως, στὸ ὀνομαζόμενο ἑλληνικὸ σχέδιο τῆς Αἰκατερίνης τῆς Β΄ποὺ τοὺς ἐπέτρεψε νὰ ἐποικήσουν τὶς περιοχὲς τῆς νέας Ρωσίας, στὶς ἀκτὲς τῆς Μαύρης θάλασσας καὶ στὴν Ἀζοφική, χῶρες ποὺ προσαρτήθηκαν στὴν Ρωσία στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα.


Στὶς νέες ἑστίες τους οἱ μέτοικοι ἀξιοποίησαν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὰ προνόμια ποὺ τοὺς παραχώρησαν οἱ Ρῶσοι, ὅπως ἡ διανομὴ οἰκοπέδων στὶς πόλεις καὶ καλλιεργήσιμης γῆς στὴν ὕπαιθρο, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν φορολογία γιὰ μεγάλα χρονικὰ διαστήματα, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν στράτευση, τὸ ἐλεύθερο ἐμπόριο κ.ἄ. Ἔτσι ἐξηγεῖται πὼς οἱ Ἕλληνες ναυτικοὶ καὶ ἔμποροι κατάφεραν σὲ σύντομο σχετικὰ χρονικὸ διάστημα νὰ συγκεντρώσουν στὰ χέρια τους, τὸ ἐξαγωγικὸ ἐμπόριο τοῦ σιταριοῦ καὶ τοῦ χαβιαριοῦ.


Οἱ παλαιὲς ἑλληνικὲς κοινότητες, χάρις στὴν ἀνατροφοδότησή τους μὲ νεήλυδες ἀποίκους, στὸ τέλος τοῦ 18ο αἰώνα, κυρίως Πελοποννήσιους καὶ Αἰγαιοπελαγίτες, ποὺ ἀκολούθησαν τὸν ρωσικὸ στόλο κατὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὸ Αἰγαῖο, ἐπέδειξαν ἀξιοθαύμαστη ζωτικότητα καὶ συμμετεῖχαν ἀκόμη καὶ στρατιωτικὰ στὴν ὑποστήριξη τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας. Ἀναφερόμαστε στὸ ἑλληνικὸ σύνταγμα τῆς Κριμαίας ποὺ ἀποτέλεσε ἀργότερα τὴν συνοριακὴ φρουρὰ τῆς Μπαλακλάβας.


Ἡ παρουσία τῶν Ἑλλήνων στρατιωτικῶν ποὺ εἶχαν λάβει μέρος στὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα κατὰ τῶν Τούρκων στὴν ὑπόδουλη πατρίδα, τόνωσε τὸ πατριωτικὸ φρόνημα τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων καὶ διαμόρφωσε τὶς ἀπαραίτητες συνθῆκες γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας στὴν Ὀδησσό, τὸ 1814. Ἡ Κοινότητα τῆς Ὀδησσοῦ ἐμπνεόμενη ἀπὸ τὸ ἐπαναστατικὸ αὐτὸ πνεῦμα δημιούργησε τὸν Ἱερὸ Λόχο, ἀποτελούμενο κυρίως ἀπὸ σπουδαστὲς τῆς Ἑλληνεμπορικῆς Σχολῆς. Αὐτὸν τὸν Ἱερὸ Λόχο ποὺ ἀκολούθησε τὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη καὶ θυσιάστηκε στὸν ἀγῶνα του γιὰ τὴν Ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδας, ὕμνησε ὁ Πατριώτης ποιητής, Ἀνδρέας Κάλβος.


Ἔκτοτε, ἡ δημιουργικὴ παρουσία καὶ ἄνθηση τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων στὴν Οὐκρανία καὶ τὴν Ρωσία ὑπῆρξε συνεχής, μὲ ἐξαίρεση τὶς περιόδους πολιτικῶν ἀναταράξεων καὶ ἀτυχῶν στιγμῶν τῆς ἑλληνικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς.


Ἀναφερόμαστε στὴν μελανὴ σελίδα τοῦ ξεριζωμοῦ τῶν Ἑλλήνων τῆς Νότιας Οὐκρανίας καὶ Ρωσίας τὴν περίοδο 1917-1919, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐκστρατευτικοῦ σώματος στὴν Μεσημβρινὴ Ρωσία. Τὸ σῶμα αὐτὸ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Κωνσταντῖνο Νίδερ συμμετεῖχε στὴν ἐκστρατεία τῶν δυτικῶν Δυνάμεων ἐναντίον τοῦ Κόκκινου Ρωσικοῦ στρατοῦ στὴν Οὐκρανία. Ὑπολογίζεται ὅτι ὡς τὶς ἀρχὲς τῆς 10ετίας τοῦ 20 ἐκδιώχτηκαν ἐξαιτίας τῆς ἀνασφάλειας καὶ τῶν ἀντίμετρων ποὺ ἐπέβαλε τὸ νέο ρωσικὸ καθεστώς, ἀπὸ τὴν Κριμαία καὶ τὴν νότια Οὐκρανία 60.000 περίπου Ὁμογενεῖς, οἱ ὁποῖοι κατευθύνθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Θεσσαλονίκη καὶ τὸν Πειραιᾶ.


Τὸ γεγονὸς αὐτό, ἀποτέλεσε μία σύντομη παρένθεση στὴν πορεία τοῦ Ἑλληνσμοῦ, στὴν πρώην ΕΣΣΔ, ἀφοῦ εἶναι ἱστορικὰ μαρτυρημένο, ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς γνώρισε κατὰ τὴν πρώτη σοβιετικὴ περίοδο, πνευματικὴ ἄνθηση καὶ μία ἐκπαιδευτικὴ ἄνοιξη, ἕως τὸ τέλος τῆς 10ετίας τοῦ 1930, ὅταν τὸ σταλινικὸ καθεστὼς ἐγκαινίασε τὰ μέτρα διώξεων καὶ καταστολῆς τῶν δικαιωμάτων σὲ βάρος τῶν μικρῶν ἐθνοτήτων. Μέσα σὲ δύο δεκαετίες 1917-1937, αὐξήθηκε σημαντικὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἑλληνικῶν σχολείων, ἱδρύθηκαν τυπογραφεῖα, θέατρα, καθὼς καὶ πολιτιστικὰ κέντρα καὶ λέσχες. Συγγραφεῖς καὶ Ἕλληνες διδάσκαλοι, σὲ συνεργασία μὲ τὰ Γλωσσολογικὰ Ἰνστιτοῦτα τῆς Οὐκρανίας καὶ τῆς Ρωσίας μελέτησαν τὶς διαλέκτους τῆς Κριμαιορωμαϊκῆς ἢ Μαριοπουλίτικης γλώσσας καὶ ὁδηγήθηκαν στὴν καθιέρωση τῆς νέας ἑλληνικῆς, ἐμπλουτισμένης μὲ στοιχεῖα ἀπὸ τὶς διαλέκτους, ὡς ἐπίσημης σχολικῆς γλώσσας.


Ἂς σημειωθεῖ ἀκόμη ὅτι στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1920 λειτουργοῦσαν στὴν ΕΣΣΔ τρεῖς Παιδαγωγικὲς Ἀκαδημίες γιὰ τὴν κατάρτιση τῶν Ἑλλήνων ἐκπαιδευτικῶν. Τὴν ἴδια περίοδο ἐκδόθηκαν γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν μαθητῶν καὶ τῶν ἐκπαιδευτικῶν 126 ἐγχειρίδια καὶ σχολικὰ βοηθήματα, ἀπὸ τὰ ὁποία 49 ἦταν γραμμένα ἀπευθείας στὰ ἑλληνικά, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ἦταν μεταφρασμένα ἀπὸ τὰ ρωσικά.


Τὶς δύο τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 20ουαιώνα ποὺ σημαδεύτηκαν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Περεστρόϊκα στὴν πρώην ΕΣΣΔ , ἡ ὁποία ὁδήγησε τὸ 1991 στὴν πλήρη ἀνεξαρτησία τῶν ὀνομαζόμενων Τιτλούχων κυρίαρχων δημοκρατιῶν καὶ τὴν ἵδρυση τῶν σημερινῶν Ἀνεξάρτητων Κρατῶν, ἐκδηλώθηκε τὸ κίνημα γιὰ τὴν αὐτοοργάνωση τῶν Ἑλλήνων καὶ τὴν ἀνασυγκρότηση τῶν Κοινοτήτων τους .


Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὲς συνδιασκέψεις τῶν ἑλληνικῶν ὀργανώσεων μὲ ἀντικείμενο τὴν ἐξέταση μορφῶν αὐτονομίας τῶν κοινοτήτων, ἀποφασίστηκε στὸ Α΄Πανενωσιακὸ Συνέδριο τῶν Ἑλλήνων, στὸ Γκλεντζίκ, νὰ ἱδρυθεῖ Ὁμοσπονδία τῶν Ἑλλήνων. Ἀποστολὴ της ἦταν ἡ δημιουργία ἐθνικοῦ σχηματισμοῦ στὴν ἱστορικὴ περιοχὴ διαμονῆς τῶν Ἑλλήνων, στὶς βόρειες ἀκτὲς τῆς Μαύρης Θάλασσας. Παράλληλα ὁρίστηκαν οἱ 4 Περιφέρειες τῶν Ἑλλήνων τῶν χωρῶν τῆς πρώην ΕΣΣΔ καὶ ἐκλέχτηκαν οἱ 4 ἐκπρόσωποι ποὺ θὰ καταλάμβαναν ἀντίστοιχες θέσεις τῶν Ἀντιπροέδρων τῆς Ὁμοσπονδίας.


Ὅπως, ὅμως, ἀποδείχτηκε στὴν πράξη ἡ ἵδρυση τῆς Ὁμοσπονδίας δὲν τελεσφόρησε καὶ οἱ Σύλλογοι καὶ οἱ ἑλληνικὲς Κοινότητες περιορίστηκαν στὴν συσπείρωσή τους στὶς ἐπιμέρους Ὁμοσπονδίες, Οὐκρανίας, Ρωσίας, Γεωργίας καὶ Κεντρικῆς Ἀσίας.


Στὴν μετασοβιετικὴ περίοδο ποὺ διανύουμε, παρὰ τὶς πολιτικὲς ἀναστατώσεις καὶ τὶς οἰκονομικὲς δυσχέρειες ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ λαοὶ τῆς Κοινοπολιτείας Ἀνεξαρτήτων χωρῶν, ἐκδηλώνεται ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς ζωηρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἑλληνικὴ Παιδεία καὶ τὴν ἐκμάθηση τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, ἀπὸ μεγάλο ἀριθμὸ μαθητῶν καὶ σπουδαστῶν.


Στὴν διαμόρφωση τοῦ θετικοῦ αὐτοῦ κλίματος σημαντικὸ ρόλο ἔπαιξαν οἱ ἑλληνικὲς Κοινότητες ποὺ κατόρθωσαν, σὲ μικρὸ σχετικὰ χρονικὸ διάστημα, νὰ ἀνασυγκροτηθοῦν καὶ νὰ διοργανώσουν μὲ τὴν ὑποστήριξη πολλῶν φορέων τοῦ μητροπολιτικοῦ κέντρου ἐκπαιδευτικὰ καὶ πολιτιστικὰ προγράμματα, τὰ ὁποῖα ἀπευθύνονταν τόσο στοὺς ὁμογενεῖς ὅσο καὶ στοὺς πολῖτες τῶν χωρῶν διαμονῆς τους.


Σὲ πολλὰ πανεπιστήμια τῆς Οὐκρανίας λειτουργοῦν Τμήματα τῶν Ἑλληνικῶν Κλασικῶν καὶ Βυζαντινῶν σπουδῶν καὶ σὲ ἀρκετὰ ἄλλα λειτουργοῦν ἕδρες ἢ Τμήματα τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας.
Οἱ πτυχιοῦχοι τῶν σχολῶν αὐτῶν, ὕστερα καὶ ἀπὸ παρακολούθηση τῶν προγραμμάτων διδασκαλίας τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, συνήθως μὲ ὑποτροφίες ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, καὶ τὴν ἀπόκτηση τοῦ Πιστοποιητικοῦ ἑλληνομάθειας, ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἀπασχοληθοῦν στὴν ἐκπαίδευση εἴτε στὸν τομέα τοῦ τουρισμοῦ εἴτε τῶν ἐμπορικῶν ἐπιχειρήσεων.


Σταθμὸ στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνόγλωσσης ἐκπαίδευσης καὶ τὴν προβολὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ στὴν Οὐκρανία καὶ σὲ ἄλλες χῶρες τῆς Κοινοπολιτείας Ἀνεξαρτήτων Κρατῶν, ἀποτέλεσε, χωρὶς ἀμφιβολία, ἡ ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας τῆς Ἑλλάδας νὰ ἱδρύσει τὸ Γραφεῖο Συντονιστῆ Ἐκπαίδευσης, τὸ 1998, στὸ Κίεβο.


Τὸ Γραφεῖο τοῦ Συντονιστῆ Ἐκπαίδευσης, ἂν καὶ νεοσύστατο, καὶ παρ' ὅτι εἶχε στὴν ἁρμοδιότητά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς χῶρες τῆς ΚΑΚ τὶς χῶρες Κεντρικῆς Εὐρώπης καὶ τῶν Βαλκανίων, πέτυχε ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας τετραετία νὰ θέσει τὶς βάσεις τῆς ἑλληνικῆς ἐκπαιδευτικῆς πολιτικῆς γιὰ τοὺς Ὁμογενεῖς τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης.


Μπόρεσε σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα νὰ δημιουργήσει τὰ δίκτυα συντονισμοῦ μεταξὺ τῶν σχολείων καὶ τῶν ἑλληνικῶν Κοινοτήτων. Νὰ προωθήσει στὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα, κάθε τύπου, σύγχρονα ἀναλυτικὰ προγράμματα κι διδακτικὰ ἐγχειρίδια, προσαρμοσμένα στὶς ἐκπαιδευτικὲς ἀνάγκες τῶν οἰκείων χωρῶν. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ συνεργάστηκε μὲ τὰ ἐπιστημονικὰ-μεθοδολογικὰ Ἰνστιτοῦτα τοῦ Κιέβου καὶ τῆς Μόσχας. Μερίμνησε γιὰ τὴν προώθηση τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἀνταλλαγῶν καὶ τὴν φιλοξενία μαθητῶν στὴν Ἑλλάδα.


Διοργάνωσε ταχύρρυθμα ἐπιμορφωτικὰ σεμινάρια γιὰ τοὺς δασκάλους τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας μὲ σκοπὸ τὴν κατάρτιση ἐπιμορφωτῶν καὶ πολλαπλασιαστῶν γιὰ τὴν παρακολούθηση καὶ ἀναβάθμιση τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων καὶ σπουδῶν.


Ἀκόμη, συντόνισε τὸ πρόγραμμα ἐφοδιασμοῦ τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων καὶ τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων μὲ σύγχρονα ἐποπτικὰ καὶ διδακτικὰ μέσα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς διδασκαλίας τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας καὶ τὴν προβολὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ. Τέτοια μέσα ἦταν βιντεοταινίες, συσκευὲς προβολῆς σλάϊτς, CD μὲ ποικίλη ἑλληνικὴ μουσική, ἑλληνικὲς ἐκδόσεις μὲ ἑλληνικοὺς χορούς, λευκώματα καὶ χάρτες τῆς Ἑλλάδας.


Θὰ ἦταν δὲ παράλειψη ἂν στὸ σημεῖο αὐτὸ δὲν γινόταν μνεία στὰ ἱδρύματα καὶ τοὺς ἐπιστημονικοὺς φορεῖς τῆς Μητρόπολης, ποὺ στήριξαν καὶ συνεχίζουν νὰ στηρίζουν τὸ διδακτικὸ καὶ τὸ πνευματικὸ -πολιτιστικὸ ἔργο τῶν ἱδρυμάτων στὴν Οὐκρανία καὶ σὲ ἄλλες χῶρες τῆς Κοινοπολιτείας.


Μεταξὺ τῶν φορέων αὐτῶν παραθέτουμε:
Τὸν Ἑλληνοουκρανικὸ Σύνδεσμο, ποὺ ἀπὸ τὸ 1997 μετεξελίχτηκε σὲ Ἑλληνοουκρανικὸ Ἐπιμελητήριο, τὸ ὁποῖο ἐκτὸς ἀπὸ τὶς πολλὲς ἄλλες δραστηριότητες γιὰ τὴν σύσφιξη τῶν πολιτιστικῶν καὶ ἐμπορικῶν σχέσεων, μεταξὺ τῶν δύο λαῶν, μερίμνησε γιὰ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ οἰκήματος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας στὴν Ὀδησσό.


Τὸ Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ (Ἐργαστήριο Διαπολιτισμικῶν καὶ Μεταναστευτικῶν Μελετῶν), τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης, ποὺ διαχειρίστηκε μὲ ἐπιτυχία τὸ πρόγραμμα ἐκπόνησης ἐκπαιδευτικοῦ ὑλικοῦ καὶ συγγραφῆς διδακτικῶν ἐγχειριδίων γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν Ἑλλήνων Ὁμογενῶν.


Τὸ Κέντρο Ἑλληνικῆς Γλώσσας, τὸ ὁποῖο ἐκπόνησε καὶ ἐφάρμοσε σὲ ἀρκετὰ πανεπιστήμια τῶν χωρῶν, τὸ πρόγραμμα γιὰ τὴν πιστοποίηση τῆς Ἑλληνομάθειας, κατόπιν ἐξετάσεων. Τὸ Κέντρο αὐτὸ συντόνισε, ἐπίσης τὸ πρόγραμμα ΙΑΣΩΝ ποὺ στόχευε στὴν ἵδρυση ἐπιστημονικῆς Βιβλιοθήκης στὶς ἕδρες τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας στὰ πανεπιστήμια.


Ἡ Γενικὴ Γραμματεία Ἀπόδημου Ἑλληνισμοῦ, καθὼς καὶ τὸ Συμβούλιο Ἀπόδημου Ἑλληνισμοῦ ΣΑΕ ποὺ ὑποστήριξαν τὶς δραστηριότητες τῶν κοινοτήτων καὶ ἐνίσχυσαν τοὺς δεσμούς τους μὲ τὴν μητροπολιτικὴ Ἑλλάδα.


Ἀκόμη, παραγωγικὴ ἦταν ἡ συνεργασία τοῦ Γραφείου Ἐκπαίδευσης μὲ τὸ Παράρτημα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἱδρύματος Πολιτισμοῦ τῆς Ὀδησσοῦ καὶ τὸν Ὀργανισμὸ Διάδοσης τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, ὁ ὁποῖος μεταξὺ τῶν πολλῶν δραστηριοτήτων του ὑιοθέτησε τὸ ἐκπαιδευτικὸ πρόγραμμα «τὰ Ἀστεράκια τῆς Χερσονήσου» καὶ φιλοξενεῖ ἔκτοτε τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς τῆς Κριμαίας στὴν Ἑλλάδα.


Σύμφωνα μὲ δημοσιευμένα στοιχεῖα τοῦ Γραφείου τοῦ Κιέβου, τοῦ ὁποίου ἡ ἔδρα ἔχει μεταφερθεῖ στὴν Μαριούπολη, τὸ σχολικὸ - ἀκαδημαϊκὸ ἔτος, 2001-2002, ἡ ἑλληνόγλωσση ἐκπαίδευση στὴν Οὐκρανία παρουσίαζε τὴν ἑξῆς εἰκόνα:


α) Στὴν ἀνώτατη ἐκπαίδευση ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα διδασκόταν σὲ 5 πανεπιστήμια τοῦ Κιέβου, στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Μαριούπολης, (πρώην Ἰνστιτοῦτο Ἀνθρωπιστικῶν Σπουδῶν), στὸ Ταυρικὸ Ἐθνικὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Βερνάντσκι τῆς Συμφερούπολης, σὲ τρεῖς Σχολὲς τοῦ Πανεπιστημίου Μέντσικοφ τῆς Ὀδησσοῦ καὶ στὸ Ἐθνικὸ Πανεπιστήμιο Ἰβὰν Φρανκὸ τῆς Λβίβ. Συνολικὰ ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα διδασκόταν, τὴν παραπάνω περίοδο, σὲ πανεπιστημιακὸ ἐπίπεδο, σὲ 43 τμήματα, στὰ ὁποῖα δίδασκαν 55 καθηγητὲς καὶ φοιτοῦσαν 500 περίπου σπουδαστές. Στὸν παραπάνω ἀριθμὸ πρέπει νὰ προσθέσουμε ἐπιπλέον 300 σπουδαστὲς σὲ σχολὲς ἄλλων κατευθύνσεων, ποὺ διδάσκονταν τὴν Ἑλληνικὴ ὡς δεύτερη ξένη γλῶσσα στὸ πανεπιστήμιο τῆς Μαριούπολης.


Β) Στὰ σχολεῖα τῆς γενικῆς ἐκπαίδευσης καὶ στὰ Κοινοτικὰ Σαββατιανὰ ἢ ἀπογευματινὰ σχολεῖα, ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα διδασκόταν τὸ ἴδιο ἔτος, ὡς ὑποχρεωτικὸ μάθημα, ἢ ὡς μάθημα ἐπιλογῆς σὲ 286 τμήματα, στὰ ὁποῖα δίδασκαν 140 περίπου δάσκαλοι καὶ φοιτοῦσαν 6.500 μαθητές, περίπου. Ἀπὸ τὰ 286 τμήματα, τὰ 206 λειτουργοῦσαν στὶς περιφέρειες τοῦ Ντονιὲτσκ καὶ τῆς Μαριούπολης.


Μὲ δεδομένο ὅτι ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἀπὸ 15 καὶ πλέον χῶρες ποὺ ὑπάγονταν στὸ Γραφεῖο τοῦ Κιέβου ἀνερχόταν σὲ 14.000, διαπιστώνεται ὅτι ἡ Οὐκρανία ἀπὸ ἐκπαιδευτικὴ καὶ ὄχι μόνο σκοπιὰ εἶναι γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἡ σημαντικότερη χώρα στὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη.
Ἔχει δὲ ἰδιαίτερη σημασία τὸ γεγονὸς ὅτι παράλληλα μὲ τὴν διάδοση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας παρατηρεῖται μία ζωηρὴ κίνηση γιὰ τὴν περαιτέρω ἀνάπτυξη τῶν πολιτιστικῶν καὶ ἐμπορικῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν δύο χωρῶν.
Σημαντικὲς ἐπίσης δραστηριότητες ποὺ συμβάλλουν στὴν ἐνδυνάμωση τῶν σχέσεων καὶ τὴν πολιτιστικὴ ἀνταλλαγὴ μεταξὺ τῶν λαῶν μας εἶναι τὰ θερινὰ προγράμματα φιλοξενίας Οὐκρανῶν μαθητῶν καὶ σπουδαστῶν στὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ διοργάνωση μαθητικῶν Φεστιβάλ.


Ἐπίσης, οἱ ποικίλες δραστηριότητες τῆς Ὁμοσπονδίας Ἑλληνικῶν Κοινοτήτων τῆς Οὐκρανίας, ὅπως ὁ μῆνας Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ στὴν Μαριούπολη καὶ οἱ δραστηριότητες τοῦ Ἱδρύματος Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ στὴν Ὀδησσό.


Στὴν σημερινὴ συγκυρία, ποὺ ἡ ἑλληνικὴ ὁμογένεια στὴν ἀνατολικὴ Οὐκρανία ὑφίσταται, δυστυχῶς, τὶς βαριὲς συνέπειες τῆς ἀντιπαράθεσης, ἡ ὁποία λαμβάνει χώρα μεταξὺ ἀδελφῶν καὶ ὁμοδόξων λαῶν, θὰ ἦταν ἀκόμη πιὸ ὀδυνηρὸ γιὰ τοὺς Ὁμογενεῖς μας νὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἀποστασιοποίηση τῆς Μητρόπολης, ἀπὸ τὶς ὑποθέσεις ποὺ τοὺς ἀφοροῦν.


Παρὰ τὴν οἰκονομικὴ δυσπραγία ποὺ πλήττει σήμερα καὶ τὴν μητροπολιτικὴ Ἑλλάδα, πάντοτε ὑπάρχει ὁ τρόπος καὶ ἐξευρίσκονται τὰ μέσα γιὰ τὴν διατήρηση τῶν ἱστορικῶν δεσμῶν μὲ τὶς κοινότητες. Καὶ μποροῦν νὰ ἐξοικονομηθοῦν ἔστω καὶ ἐλάχιστοι πόροι γιὰ τὴν συνέχιση τῶν προγραμμάτων ἱστορικῆς καὶ ἐκπαιδευτικῆς ἔρευνας καὶ τὴν διατήρηση τῶν ἐπαφῶν καὶ τῶν πολιτισμικῶν σχέσεων τῶν δύο ἱστορικῶν λαῶν, ἂν ἀναλογιστοῦμε τὶς ἐπενδύσεις ποὺ ἔγιναν τὶς προηγούμενες δεκαετίες, γιὰ τὴν οἰκοδόμησή τους.

 

* Ὁ Παναγιώτης Κοτσιώνης εἶναι Δάσκαλος – π. Συντονιστὴς στὸ Γραφεῖο Ἐκπαιδεύσεως τοῦ Κιέβου.

Σχεδιασμός και Κατασκευή
JIT