Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ (ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ) ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ


τοῦ Ἀ. Στέφου*


11α. Ἱστορικὴ ἀναδρομή.


Ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, τὸ 1830 καὶ ἐντεῦθεν, τὸ μάθημα τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν κατεῖχε πρωτεύουσα θέση στὶς βαθμίδες τῆς Μέσης Ἐκπαίδευσης μὲ τὶς διάφορες ἑκάστοτε ὀνομασίες (Ἑλληνικὸ Σχολεῖο, Σχολαρχεῖο, Γυμνάσιο κ.ἄ., πολλὲς ὧρες, ποὺ κάλυπταν τὸ 45% περίπου τοῦ διδακτικοῦ χρόνου, πολλὰ κείμενα κυρίως πεζὰ τῶν συγγραφέων τοῦ 4ου π.Χ. αἰώνα, κατάλληλα γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς γραμματικῆς), συνεπικουρώντας καθοριστικὰ στὴ διδασκαλία τῆς καθαρεύουσας, ἡ ὁποία ἦταν ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς χώρας.


Τὰ ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἀρχαίων δὲν ἦταν γλωσσικὰ ἀλλὰ πολιτικά. Ἡ θεωρία τοῦ αὐστριακοῦ ἱστορικοῦ J.P. Falmerayer ὤθησε τοὺς ἱδρυτὲς τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους νὰ εἰσαγάγουν τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ στὸ σχολεῖο καὶ τὴν καθαρεύουσα ὡς μέσο ἐπικοινωνίας. Ἡ ὑπερβολικὴ χρήση τῆς προκάλεσε γόνιμες ἀντιδράσεις, ὅπως τοῦ Γ. Ψυχάρη, Τὸ ταξίδι μου (1888) στὴ δημοτική. Τὸ πρόβλημα τῆς γλωσσικῆς διμορφίας κράτησε σὲ ἀναστάτωση τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία γιὰ ἕναν αἰῶνα (1888-1976). Εἰρήσθω ἐν παρόδω, τὸ μάθημα τῶν Νέων Ἑλληνικῶν, εἰσάγεται, γιὰ πρώτη φορά, μὲ τὴν ὀνομασία Νέα Ἑλληνικά, τὸ 1884, ἐπὶ Χαριλάου Τρικούπη, μὲ εἰσήγηση τοῦ Νικολάου Πολίτη, στὸ πλαίσιο, ὅμως, τοῦ μαθήματος τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν, ὁπότε κυκλοφόρησαν καὶ τὰ Νεοελληνικὰ Ἀναγνώσματα, μὲ κείμενα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, στὴν καθαρεύουσα. Ἡ δημοτικὴ γλῶσσα εἰσάγεται, γιὰ πρώτη φορά, στὴ Δημοτικὴ Ἐκπ/ση μὲ τὴν ἐκπαιδευτικὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1917, χρονιὰ ποὺ κυκλοφόρησαν καὶ τὰ Ψηλὰ Βουνὰ τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ἔκτοτε, καὶ γιὰ μία σχεδὸν πεντηκονταετία, τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ δέσποζαν στὴ Μέση Ἐκπαίδευση καὶ ἀποτελοῦσαν ἕνα ἀπὸ τὰ τρία πρωτεύοντα μαθήματα, γιὰ τὴν προαγωγὴ στὴν ἄλλη τάξη, - Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ – Νέα Ἑλληνικὰ, ποὺ ἀπὸ τὸ 1923 αὐτονομοῦνται καὶ ἐξετάζονται, ἀλλὰ μόνο ὡς Ἔκθεση Ἰδεῶν, καὶ Μαθηματικά.


Ἀπὸ τὸ 1884 ἕως τὸ 1950 κυκλοφόρησαν ὀκτὼ σειρὲς Νεοελληνικῶν Ἀναγνωσμάτων καί, ἐν συνεχεία, ἀναθεωρήθηκαν, ἐπὶ τὰ βελτίω, μὲ τὶς ἐκπαιδευτικὲς μεταρρυθμίσεις τῶν ἐτῶν 1964 καὶ 1977· τότε ἄρχισαν νὰ γράφονται τὰ Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας, ποὺ ὁλοκληρώθηκαν τὸ 1982, καὶ χρησιμοποιοῦνται μὲ μερικὲς τροποποιήσεις καὶ ἀναθεωρήσεις, ὡς σήμερα· διδακτικὰ βιβλία ὑψηλῆς ποιότητας, ποὺ προσφέρουν ἄνεση ἐπιλογῆς ἀνύπαρκτη στὰ παλαιὰ ἀναγνώσματα. Μεγάλες καινοτομίες ἐπέρχονται μὲ τὶς προαναφερθεῖσες ἐκπαιδευτικὲς μεταρρυθμίσεις (ἡ πρώτη ἀνεστάλη στὴν περίοδο τῆς δικτατορίας), μὲ τὶς ὁποῖες καθιερώνονται ἡ ἐννιάχρονη ὑποχρεωτικὴ ἐκπαίδευση, ἡ δημοτική, ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους καὶ τῆς ἐκπαίδευσης σὲ ὅλες τὶς βαθμίδες της (Ν.309/1976) καὶ εἰσάγεται, γιὰ πρώτη φορά, ἡ διδασκαλία τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας, μὲ εἰδικὰ ἐγχειρίδια, τόσο στὸ Γυμνάσιο ὅσο καὶ στὸ Λύκειο· θεσμοθετεῖται, ἀκόμη, ἡ ἐξέταση τοῦ μαθήματος τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας, ex aequo μὲ τὴν παραδοσιακή, ἀνανεωμένη, ὅμως, ἔκφραση – ἔκθεση. Τὸ 1982 καθιερώνεται τὸ μονοτονικὸ σύστημα, ποὺ προκαλεῖ ἀκόμη καὶ μέχρι σήμερα πολλὲς ἀντιδράσεις, διαμαρτυρίες καὶ προβληματισμοὺς ὡς πρὸς τὴ χρησιμότητά του.


Ὡς πρὸς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία εἰσάγεται, γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1964, στὶς τρεῖς γυμνασιακὲς τάξεις, ἡ διδασκαλία ἀπὸ μετάφραση (4 ὧρες), μ’ ἕνα πλούσιο καὶ ποικίλο πρόγραμμα κειμένων ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη τοῦ γραπτοῦ λόγου (ποιητικοῦ, ἱστορικοῦ, φιλοσοφικοῦ, ρητορικοῦ: Ὀδύσσεια, Ἰλιάδα, Ἡρόδοτο, Θουκυδίδη, Πλούταρχο, Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη, Αἰσχύλο, Εὐριπίδη, Λυσία, Ἰσοκράτη, Δημοσθένη, κ.ἄ.)· παράλληλα, εἰσάγεται τρίωρη διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας στὴν Γ΄ Γυμνασίου, μὲ ἐντελῶς ἀνανεωμένο τρόπο διδασκαλίας τοῦ γλωσσικοῦ μαθήματος, ποὺ ἐπέτρεπε μάλιστα στοὺς μαθητὲς νὰ διαγωνίζονται σὲ ἄγνωστο κείμενο, γιὰ τὴν εἰσαγωγή τους στὸ Λύκειο. Ἡ ἐπιλογὴ αὐτή, ἄκρως λυσιτελὴς, ἀπέβλεπε ἀφενὸς στὴ μορφωτικὴ ἀναβάθμιση τοῦ ἀποφοίτου τῆς Γ΄ Γυμνασίου, ποὺ δὲ θὰ φοιτοῦσε περαιτέρω στὸ Γενικὸ Λύκειο, νὰ ἀποκτήσει δηλαδὴ στοιχειώδεις γνώσεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, καὶ ἀφετέρου στὴ σωστὴ πρόσληψη (ἐκμάθηση δομῆς – γραμματικῆς καὶ συντακτικοῦ) τοῦ μαθήματος τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν ἀπὸ τοὺς μαθητὲς στὸ Λύκειο. Ἡ δικτατορία ποὺ ἀκολούθησε (1967-1974) ἀνέστειλε τὰ πάντα καὶ ἡ χούντα κατέστρεψε ὅ,τι εἶχε προλάβει νὰ πραγματοποιήσει ἡ μεταρρύθμιση.


Μὲ τὴν ἐκπαιδευτικὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1974, ἐπανεισάγεται ἡ διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας ἀπὸ μετάφραση στὸ Γυμνάσιο, μὲ ἀπεμπόληση, ὅμως, τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, στερώντας ἔτσι ἀπὸ τοὺς μαθητές, ἰδιαίτερα σ’ ἕνα ποσοστὸ 20%, τὴν εὐκαιρία νὰ ἔρθουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀρχαῖο λόγο καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν αἰσθητικὴ ἀξία τοῦ πρωτότυπου κειμένου καὶ τὸ ὑψηλὸ ἐπίπεδο τῆς γλώσσας. Ὡς μερικὸ ἀντιστάθμισμα στὴν παντελῆ ἀπουσία Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στὸ Γυμνάσιο ἀναφέρουμε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐπιτομῆς τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας τοῦ Δημ. Τομπαΐδη, στὴν Γ΄ Γυμνασίου, ποὺ θὰ μποροῦσε βελτιωμένη ὡς Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας νὰ προσφέρει πολλὰ σήμερα στοὺς μαθητὲς καὶ τῶν τριῶν γυμνασιακῶν τάξεων (πρβλ. Ἀ. Φ. Χρηστίδης, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, Ι.Ν.Σ. 2005 στὸ Πρόγραμμα «Ἀρχαιογνωσία καὶ Ἀρχαιολογία» στὴ Μέση Ἐκπαίδευση (2001-2004, Συντονιστὴς Δ.Ν. Μαρωνίτης). Τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ διδάσκονταν μόνο στὸ Λύκειο (Α΄ τάξη, 6 ὧρες) Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ, Ν. Κεφαλίδη – Ἀ. Μουμτζάκη, δ.β. ποὺ περιεῖχε 50 κείμενα – οἱ διδάσκοντες δὲν τὰ ὁλοκλήρωναν ποτέ, μὲ τὶς καλύτερες συνθῆκες δίδασκαν μόνο 30, μὲ συστηματικὴ καί, ἐνίοτε, ἐπίπονη διδασκαλία τῆς Γραμματικῆς καὶ τοῦ Συντακτικοῦ. Οἱ συγγραφεῖς βέβαια τόνιζαν στὸν πρόλογο ὅτι, μὲ τὴν ἀπευθείας ἐπαφὴ μὲ τὸ πρωτότυπο, οἱ μαθητὲς θὰ χαροῦν τὶς ἀρετὲς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ λόγου (συμμετρία, ἀκρίβεια στὴν ἔκφραση, πυκνότητα, κυριολεξία, σαφήνεια) καὶ θὰ κατανοήσουν πειστικότερα τὴν ἀδιάσπαστη ἱστορικὴ συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος (οὐτοπικὴ διατύπωση, γιατί τὰ κείμενα ἦταν ἀποσπασματικά, καὶ δὲν ὁλοκληρώνονταν)· ἐπιπρόσθετα, οἱ διδάσκοντες δὲν περιορίζονταν στὸ γλωσσικὸ σκοπὸ τοῦ μαθήματος, ἀλλὰ ἐκτρέπονταν, ἐνίοτε, ὡς μὴ ἔδει, σὲ ἑρμηνευτικὴ ἀποτίμηση καὶ ἐμβάθυνση. Στὴν περίοδο αὐτὴ ἀξίζει νὰ ἐπισημανθεῖ καὶ ἡ πειραματικὴ ἐφαρμογή, μὲ εἰσήγηση τοῦ ΚΕΜΕ, ἑνὸς τριετοῦς προγράμματος τοῦ Φάνη Κακριδῆ (1984-1986), Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ Α΄ Λυκείου, ποὺ ἀποτελοῦσε μία πρόταση γιὰ τὸ πρόβλημα τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στὸ Λύκειο καὶ μία προσπάθεια ἀνανέωσης ἑνὸς ἐθνικὰ νευραλγικοῦ καὶ παιδαγωγικὰ χειμαζόμενου μαθήματος, ἡ ὁποία, ὅμως, δὲν εὐοδώθηκε.


Ἕνα βαρυφορτωμένο καὶ ἀλόγιστο πρόγραμμα περίμενε τοὺς μαθητὲς τῆς Β΄ Λυκείου, μὲ πεντάωρη διδασκαλία τεσσάρων ἀπαιτητικῶν κειμένων (Λυσίου, Ὑπὲρ Ἀδυνάτου, Πλάτ. Πρωταγόρας, Σοφοκλ. Ἀντιγόνη καὶ Θουκ. Ἱστορίαι), γνωστικὸ ἀντικείμενο ποὺ δὲν μποροῦσε, σὲ καμιὰ περίπτωση, νὰ δαμασθεί. Οἱ φιλόλογοι δίδασκαν συνήθως μόνο δύο κείμενα (Λυσία καὶ Ἀντιγόνη).


Τέλος, στὴν Γ΄ Λυκείου, καὶ μόνο στὴν Γ΄ Δέσμη, γιὰ τοὺς ὑποψηφίους Θεωρητικῆς Κατεύθυνσης, 30% περίπου, οἱ μαθητές, διδάσκονταν, 8 ὧρες, τὸν Ἐπιτάφιο τοῦ Θουκυδίδη, τὸν Οἰδίποδα Τύραννο τοῦ Σοφοκλῆ καὶ Ἀνθολόγιο Ἀρχαίων Ἑλλήνων Συγγραφέων.


Μὲ τὴν κυβερνητικὴ ἀλλαγὴ τοῦ 1990, κατόπιν ἀπαιτήσεων καὶ μεγάλης μερίδας τοῦ φιλολογικοῦ κόσμου, ἐπανεισάγονται τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ στὸ Γυμνάσιο (2 ὧρες), μὲ τρία διδακτικὰ ἐγχειρίδια, ποὺ κυκλοφόρησαν τὸ 1993, μὲ τίτλο Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μέσα ἀπὸ ἀρχαῖα, βυζαντινὰ καὶ λόγια κείμενα, ποὺ περιελάμβαναν ἀποσπάσματα ἀπὸ διάφορες περιόδους τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸν Θουκυδίδη ὡς τὴν καθαρεύουσα τοῦ 19ου αἰώνα, μὲ σκοπὸ τὴν ἐξοικείωση τῶν μαθητῶν μὲ τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς δομῆς καὶ τὴ λειτουργία παλαιότερων μορφῶν τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, ὥστε νὰ ἀποκτήσουν βαθμιαία τὴν ἱκανότητα νὰ κατανοοῦν καὶ ἀργότερα νὰ ἑρμηνεύουν ἑλληνικὰ κείμενα παλαιότερων ἐποχῶν στὴν πρωτότυπη μορφή τους.


Τὰ διδακτικὰ αὐτὰ ἐγχειρίδια, ὄχι ἀπόλυτα ἐπιτυχῆ, ἀντικαταστάθηκαν ἀργότερα (2006) μὲ τὰ νῦν ἰσχύοντα, Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γλῶσσα (Α, Β, Γ τάξεις), βιβλία βαρυφορτωμένα, μὲ ἑτερόκλητα καί, ἐνίοτε, σὲ ἐλεύθερες διασκευές, δυσκολότατα κείμενα, ἀκατάλληλα γιὰ διδασκαλία. Μολονότι, σύμφωνα μὲ τοὺς σκοποὺς ποὺ διατυπώνονται ἀπὸ τὸ πρώην Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο, τὰ διδακτικὰ βιβλία ἀποβλέπουν στὴν ἐξοικείωση τῶν μαθητῶν μὲ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ λόγο, τόσο στὸ ἐπίπεδο τοῦ γλωσσικοῦ συστήματος (γραμματικὴ καὶ σύνταξη) ὅσο καὶ στὸ ἐπίπεδό τοῦ λεξιλογίου, μέσω κειμένων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, κυρίως τῆς ἀττικῆς διαλέκτου, ἐντούτοις, ὁ σκοπὸς αὐτὸς δὲν ἐπιτυγχάνεται. Οἴκοθεν νοεῖται ὅτι γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν μεγαλεπήβολων στόχων, τὰ διδασκόμενα κείμενα πρέπει νὰ εἶναι ἁπλά, εὔληπτα, κατανοητά, μεθοδικά, ἀποσπάσματα αὐτοτελῆ (ἀπὸ Αἴσωπο, Ξενοφῶντα, Πλούταρχο, Λουκιανὸ κ.α.) ἢ διασκευασμένα καὶ ὁ τρόπος διδασκαλίας νὰ δίνει, μὲ τὴν κατάλληλη μέθοδο, δυνατότητες καλύτερης ἀξιολόγησης τῶν κειμένων καὶ διδασκαλίας βασικῶν στοιχείων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, χωρὶς ἐπέκταση σὲ λεπτομέρειες. Εἰδικότερα, κατὰ τὸ τελευταῖο τρίμηνό της Γ΄ τάξης ἡ ἄσκηση τῶν μαθητῶν στὴ γλωσσικὴ κατανόηση κειμένου μπορεῖ νὰ γίνει συστηματικότερα μὲ ἑνότητες συνεχοῦς κειμένου ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρου Ἀνάβαση τοῦ Ἀρριανοῦ (προβλέπεται, ἀλλά, σπανίως πραγματοποιεῖται) ἢ ἀπὸ ἔργα τοῦ Ξενοφώντα, Λυσία καὶ Ἰσοκράτη.


β. Ἡ θέση τοῦ μαθήματος σήμερα.


Στὴ σημερινὴ πραγματικότητα, ἡ δοκιμαστικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ Προγράμματός των Πιλοτικῶν Γυμνασίων περιορίζει ἀσφυκτικά τα διδασκόμενα κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας ἀπὸ μετάφραση. Συγκεκριμένα, προβλέπεται δίωρη διδασκαλία καὶ γιὰ τὶς τρεῖς τάξεις (Α΄ Ὀδύσσεια, Β΄ Ἰλιάδα: ἐπιλογὴ ἀποσπασμάτων – Γ΄ Εὐριπίδη, Ἑλένη, τραγικοκωμωδία ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ τὶς καλύτερές του ποιητῆ, ὅπως γιὰ παράδειγμα, Ἑκάβη, Τρωάδες ἢ καὶ Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις). Βέβαια, τὸ Πρόγραμμα Σπουδῶν τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων (Υ.ΠΑΙ.Θ.), (μὲ τὶς διάφορες ἑκάστοτε ὀνομασίες), ὑπογραμμίζει τὸν ἰδιαίτερο χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ γραμματείας, καὶ τὸν κύριο σκοπὸ μορφωτικὸ – ἀνθρωπιστικὸ ποὺ ἀνάγεται, εὐρύτερα, στὸν ἀνθρωπογνωστικὸ – ἀρχαιογνωστικὸ σκοπό, ὁ ὁποῖος ἐπιδιώκεται μὲ τὴ σπουδὴ καὶ τὴ βαθύτερη ἑρμηνεία τῶν κειμένων.


Μὲ τὸ νέο ὅμως νόμο γιὰ τὴν ἀναδιάρθρωση τῆς Δευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης καὶ ἰδιαίτερά του Γενικοῦ καὶ Ἐπαγγελματικοῦ Λυκείου τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ἐντάσσονται στὸ ἑνιαῖο μάθημα γενικῆς παιδείας, Ελληνική Γλώσσα μὲ τρία διακριτὰ διδακτικὰ ἀντικείμενα – κλάδους (Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γλώσσα καὶ Γραμματεία / Νεοελληνικὴ Γλώσσα / Λογοτεχνία) Ἃ΄ τάξη, 5 ὧρες, μείωση μία ὥρα) μὲ ὅλους τους κινδύνους ποὺ ἐλλοχεύει μιὰ τέτοια διάταξη, στὴ Β΄ τάξη (2 ὧρες) καὶ στὴν Γ΄ τάξη (Ὁμάδα Προσανατολισμοῦ τῶν Ἀνθρωπιστικῶν Σπουδῶν, 10 ὧρες). Ἔχει ἀφαιρεθεῖ τὸ μάθημά των Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν ἀπὸ τὰ μαθήματα Γενικῆς Παιδείας Γ΄ Λυκείου καὶ δὴ ἡ διδασκαλία τοῦ Ἐπιταφίου Λόγου, ποῦ ἀποτελεῖ τὴ Βίβλο τῆς Δημοκρατίας. Θεωροῦμε, ὡς ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη, τὴν κατανομὴ τῶν διατιθέμενων ὡρῶν σὲ ἐπιμέρους τομεῖς καὶ τὴν ἐπιλογὴ γιὰ διδασκαλία ἐκλεκτῶν κειμένων τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γραμματείας, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, Οἰδίπους Τύραννος ή Φιλοκτήτης ή Αἴας τοῦ Σοφοκλῆ, Πέρσαι, Προμηθεὺς Δεσμώτης τοῦ Αἰσχύλου, Ἑκάβη, Τρωάδες τοῦ Εὐριπίδη κ.ἄ. τόσο γιὰ τὴν ποιότητα τοῦ περιεχομένου τους ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀνυπέρβλητη γλωσσική τους διατύπωση.


Γιὰ τὴν ἐπίτευξη, ὅμως, ὅλων τῶν παραπάνω ρυθμίσεων προέχει ἡ σταδιακὴ καὶ μελετημένη ἀναμόρφωση τῶν Ἀναλυτικῶν Προγραμμάτων καθὼς καὶ ἡ παραγωγὴ νέου διδακτικοῦ ὑλικοῦ, μὲ κατάλληλα διδακτικὰ ἐγχειρίδια, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ συστηματική, συνεχὴς καὶ σοβαρὴ ἐπιμόρφωση (ταχύρρυθμη καὶ μακροπρόθεσμή) τῶν διδασκόντων, ὥστε νὰ εἶναι ἐπαρκῶς προετοιμασμένοι, γιὰ τὴν ἀποτελεσματικὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἑκάστοτε ἀλλαγῶν, ἄνευ τῶν ὁποίων, «οὐδὲν ἔστι γενέσθαι τῶν παρόντων».


Σήμερα ξανασυζητεῖται τὸ θέμα τοῦ μαθήματος τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν καὶ μάλιστα μὲ ἀνεπίτρεπτη ἀνευθυνότητα καὶ ἀπαράδεκτη ἀπαξίωση τοῦ μαθήματος (δηλώσεις περὶ νεκρᾶς γλώσσας, ἀφαίρεση τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν ἀπὸ τὴ διδακτέα ὕλη κ.ἄ.).


Οἱ ἀπόψεις ποὺ ὑποστήριξε πρόσφατα βουλευτὴς τῆς ΔΗΜΑΡ (βλ. Ἕλλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου, «Ἡ ζωντανὴ γλῶσσα τῶν ἀρχαίων», Φιλολογική, 125 (2013), σ.σ.26-27) πρῶτα, τὸ μάθημα νὰ εἶναι προαιρετικὸ γιὰ τοὺς μαθητὲς ποὺ δὲν ἀκολουθοῦν τὴν ἀνθρωπιστικὴ κατεύθυνση καὶ ὕστερα, νὰ διδάσκεται σὲ ὅλες τὶς κατευθύνσεις ἀπὸ μετάφραση, εἶναι ἀπολύτως ἀπαράδεκτες. Ἀποφασίζεται ἡ προαιρετικὴ παρακολούθηση μαθημάτων, ὅταν πρόκειται γιὰ γνωστικὰ ἀντικείμενα ποὺ δὲν ἔχουν πρωταρχικὴ σημασία. Ὡς πρὸς τὸ δεύτερο σημεῖο: ἡ διδασκαλία της Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γραμματείας νὰ γίνεται σὲ ὅλες τὶς κατευθύνσεις ἀπὸ μετάφραση, αὐτὸ σημαίνει ὁ μαθητὴς νὰ μὴν ἔχει ποτὲ τὴν εὐκαιρία νὰ ἀντιληφθεῖ πλήρως τὴν αἰσθητικὴ ἀξία τοῦ κειμένου, πού, ὀφείλεται σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ στὸ ὑψηλὸ ἐπίπεδο τῆς γλώσσας, ἡ ὁποία, χάρη στὸν ἀστείρευτο πλοῦτο της καὶ τὴ μακραίωνη ἱστορία της, βρίσκεται καθημερινὰ στὸ στόμα Εὐρωπαίων ἐπιστημόνων καὶ ἀρδεύει μὲ τὴν πλαστικότητά της τὴν ἐπιστημονικὴ ὁρολογία πλήθους θετικῶν ἐπιστημῶν καὶ σύγχρονων ἐπιτευγμάτων, ἀποτελώντας, συγχρόνως, τὸ θεμέλιο τοῦ ἐπιστημονικοῦ, νομικοῦ καὶ καλλιτεχνικοῦ λόγου. Ἡ δήλωση τῆς Μαρίας Ρεπούση προκάλεσε καὶ προκαλεῖ ἔντονες ἀντιδράσεις, ἐπίσημες καὶ ἀνεπίσημες, ὑπεύθυνες καὶ ἀνεύθυνες. Γιὰ τὸ θέμα, ἄλλωστε, αὐτὸ ἡ Πανελλήνια Ἕνωση Φιλολόγων ἐξέδωσε σχετικὴ ἀνακοίνωση.
«ΟΥΚ ΕΓΝΩΣ». Ἕνα σχόλιο.


Δὲν θὰ μᾶς ἀπασχολοῦσαν τὰ ὅσα μᾶλλον χωρὶς περίσκεψιν ἀνέφερε κατὰ τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν καὶ τῆς διδασκαλίας τους ἡ κυρία Μαρία Ρεπούση, βουλευτής, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου καὶ ἐκπρόσωπος Παιδείας κοινοβουλευτικοῦ κόμματος, ἂν σὲ τελευταία ἀνάλυση δὲν ὑπηρετοῦσαν μία δῆθεν ἐκσυχρονιστικὴ – καὶ στὴν οὐσία ἀντιστορικὴ – λογικὴ στὸν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης, ἡ ὁποία ἀποστρέφεται τὸν πλοῦτο, τὴν ποικιλία, τὴν πολυμορφία, τὴ διαχρονικότητα καὶ τὰ σαγηνευτικὰ ἱστορικὰ βάθη τῆς γλώσσας μας στὸ ὄνομα ἑνὸς ἄχρωμου καὶ ἄγευστου τεχνοκρατικοῦ ἐπικοινωνιακοῦ κώδικα. Δυστυχῶς, ἀπόψεις παρόμοιες ἐπαληθεύουν τὴ μελαγχολικὴ διαπίστωση πὼς ἡ οἰκονομικὴ κρίση συνοδεύεται ἀπὸ μία θλιβερὴ ἔνδεια ἀξιῶν ποὺ καλύπτει ὅλο τὸ φάσμα τοῦ κοινωνικοῦ καὶ τοῦ πολιτικοῦ βίου. Ἐμεῖς οἱ φιλόλογοι θὰ ἐπιμείνουμε πεισματικὰ νὰ ἀντλοῦμε δύναμη, στὸ δύσκολο ἔργο μας, ἀπὸ τὸν ἀστείρευτο πλοῦτο τῆς μεγάλης γλωσσικῆς μας παράδοσης. Τὰ κλασικὰ γράμματα μὲ τὶς ὑψηλές τους ἀξίες εἶναι μέγιστη ἐλπίδα γιὰ τοὺς μαθητές μας ποὺ νιώθουν νὰ ἀσφυκτιοῦν σὲ ἕνα κόσμο ποὺ καταρρέει.


Στὶς ἀνιστόρητες ἀπόψεις ἀπαντᾶμε μὲ τὸν τίτλο τοῦ γνωστοῦ καβαφικοῦ ποιήματος: ΟΥΚ ΕΓΝΩΣ.


Καὶ ὁ Δ.Ν. Μαρωνίτης στὰ Ἀπολίτιστα μονοτονικὰ τοῦ Βήματος (22/9/’13) ὑπογραμμίζει σχετικὰ μὲ τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ὅτι «πρόκειται γιὰ διάσημη γλῶσσα, ἀποτυπωμένη ὅμως μόνο σὲ κείμενα, ποὺ κάμποσους αἰῶνες τώρα δὲ μιλιέται. Διεγείρεται, ὡστόσο, μὲ τὴ μεσολάβηση τῆς μετάφρασης. Ἂν ἡ νεοελληνικὴ μετάφραση εἶναι ἐπαρκὴς καὶ εὐάγωγη, ἡ ἐγρήγορσή της ἀποδίδει». Καὶ σ’ ἕνα ἄρθρο τῆς Καθημερινῆς (18/9/’13) από τὸν Φράνκ. Ἔνγκελ, ἕναν Εὐρωβουλευτὴ τοῦ Λουξεμβούργου, διαβάζουμε. «Τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι μία γλῶσσα μέσω τῆς ὁποίας ἡ Ἑλλάδα συνεχίζει νὰ ἐμπνέει τὴν Εὐρώπη καὶ τὸν κόσμο. Αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ στερήσουν ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τῶν ἑλληνικῶν σχολείων αὐτὴ τὴν κληρονομιὰ καὶ αὐτὲς τὶς προοπτικὲς θὰ ἀπέκοπταν τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὶς ρίζες της. Καμία συζήτηση στὸ Facebook σὲ Greeklish δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναπληρώσει μία τέτοια ἀπώλεια. Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν θὰ πρέπει νὰ γίνει ὅμηρος μιᾶς στείρας πολιτικῆς συζήτησης πάνω στὸ κράτος, στὴ θρησκεία καὶ στὴν πολιτιστικὴ κληρονομιά». Γιὰ τὴν ὑποβάθμιση, ἄλλωστε, τῶν κλασικῶν γραμμάτων, σὲ παγκόσμια κλίμακα, εἶχε διαμαρτυρηθεῖ ἐντονότατα ἡ κορυφαία γαλλίδα ΕΛΛΗΝΙΣΤΡΙΑ, Ἀκαδημαϊκὸς Jacqueline de Romilly (1913-2010), ἡ ὁποία ἀφιέρωσε ὅλη της τὴ ζωὴ στὴ σπουδὴ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ὑπερασπιζόμενη μὲ πάθος καὶ ἀγωνιστικότητα (πρβλ. τὴ σταυροφορία τῆς S.E.L. Sauvegarde des enseignements litteraires) τη διδασκαλία της ποὺ διαδραματίζει πρωταρχικὸ ρόλο καὶ ἡ ἐξαφάνισή της συνεπάγεται καταστροφικὲς συνέπειες (βλ. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ, 119 (2012) ἀφιερωματικὸ τεῦχος καὶ J. de Romilly-J. P. Vernant, Ἀγαπᾶμε τὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ, φιλολογικὴ ἐπιμέλεια Ἀν. Στέφος, Ποταμός, Ἀθήνα 2002).


Κυρίες καὶ κύριοι,
Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία ὄχι μόνο δὲν πρέπει νὰ ἀπεμποληθεῖ ἀπὸ τὰ σχολεῖα, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε καὶ νὰ ἐνισχυθεῖ ἀκόμη περισσότερο. Τὰ Ἀρχαῖα, κατὰ τὴ γνώμη μου, πρέπει νὰ διδάσκονται καὶ στὸ Γυμνάσιο, καὶ στὸ Λύκειο, τόσο ἀπὸ μετάφραση ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ πρωτότυπο. Αὐτὴ εἶναι ἡ πολιτιστική μας κληρονομιὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τεθεῖ ὑπὸ αἵρεση. Οἱ μαθητές μας δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀποκλεισθοῦν ἀπὸ τὴν ἐπαφή τους μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ποὺ εἶναι ἔκφραση τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ὅλοι οἱ μαθητές, ὅλων τῶν κατευθύνσεων, ὄχι μόνο ὅσοι ἐπιλέγουν τὶς ἀνθρωπιστικὲς σπουδές, πρέπει νὰ εἶναι κοινωνοὶ τῆς γλώσσας, ὅπως καὶ παλαιότερα. Ἔχουμε Μουσικὰ Λύκεια, Ἀθλητικὰ Λύκεια, Καλλιτεχνικὰ Λύκεια, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε Κλασικὰ Λύκεια. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, τὸ Λύκειο θὰ πρέπει νὰ εἶναι αὐτόνομο καὶ αὐτοτελές, νὰ πάψει νὰ συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴν τριτοβάθμια ἐκπαίδευση, ὥστε νὰ ἐκπληρώνει πλήρως τὴν ἀποστολή του. Γένοιτο.


* Ὁ Ἀναστάσιος Ἄγγ. Στέφος εἶναι δ.φ., Πρόεδρος τς Π.Ε.Φ.

Σχεδιασμός και Κατασκευή
JIT