ΟΜΙΛΙΑ ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ - 09.01.2017

 

Η ΕΚΜΑΘΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΧΟΛΕΙΑ


Δυνατότητες καὶ Προοπτικὲς


τοῦ Ἀνδρέα Μαρκαντωνάτου*

 

markantonatosἜχουμε τὴν πεποίθηση ὅτι ἐλάχιστοι συνέλληνες ὑπάρχουν ἀκόμη σήμερα ποὺ πιστεύουν ὅτι εἶναι δυνατὸ νὰ κατακτηθεῖ ἡ Νεοελληνική μας Γλῶσσα ἀπὸ τὶς νέες γενιὲς τῆς πατρίδας μας καὶ νὰ καρπίσει χωρὶς τὴν παράλληλη διδασκαλία στοιχείων τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, κατὰ κύριο λόγο τῆς ἀττικῆς διαλέκτου, στὸ Γυμνάσιο. Γιατί, ὅπως ἔχει συχνὰ τονιστεῖ, ἂν περιχαρακωθεῖ ἡ Νεοελληνικὴ στὴν συγχρονική της διάσταση μόνο καὶ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχαία μητέρα καὶ τροφό της – καὶ γενικότερα ἀπὸ τὴν λόγια γλωσσική μας παράδοση–, εἶναι ἀναπότρεπτο νὰ ἀτονήσει καὶ βαθμηδὸν νὰ συρρικνωθεῖ σὲ ἐκδοχὴ ἀποστεωμένη καὶ μονολιθική. Ἀφοῦ θὰ ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸν γραμματικοσυντακτικὸ μηχανισμὸ παραγωγῆς καὶ σύνθεσης καὶ ἀπὸ τὶς ἐτυμολογικὲς ρίζες, δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ζείδωρες πηγές της, θὰ διδάσκεται ἀναποφεύκτως στατικὰ καὶ ρηχά. Αὐτὸ θὰ ἐξυπηρετεῖ βεβαίως τοὺς χρῆστες της ὥστε νὰ ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους πληροφοριακὰ στὸν καθημερινὸ βίο, ὄχι ὅμως νὰ ἀποδύονται σὲ ἐπίτευξη σοβαρῆς γλωσσικῆς δημιουργίας, διότι δὲν θὰ μποροῦν νὰ ἀντλοῦν ὑλικὸ ἀπὸ ὅλα τὰ κοιτάσματά της, νὰ ἐπωφελοῦνται ἀπὸ τὶς δυνατότητες καὶ τὸν πλοῦτο της καὶ ἔτσι νὰ ἐπιτυγχάνουν παραγωγὴ λόγου ἀπαιτητικότερου καὶ ποιοτικὰ ἀνώτερου.


Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἀπὸ τὰ περίπου 200 ἀνώμαλα ρήματα τῆς ἀττικῆς διαλέκτου ὅλα σχεδὸν χρησιμοποιοῦνται συνθετικὰ ἢ παραγωγικὰ στὴν Νεοελληνικὴ καὶ μάλιστα εὐρύτατα καὶ συχνότατα. Εἶναι εὐνόητο ἐπίσης ὅτι χωρὶς νὰ ἔλθουμε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν Ἀρχαία Ἑλληνική, ποὺ θὰ μᾶς ἐξοικειώσει μὲ τὶς παραγωγικὲς ρίζες τῆς γλώσσας μας καὶ θὰ μᾶς καταστήσει ἱκανοὺς νὰ συνάγουμε τὴν σημασία τῶν λέξεων ἀπὸ τὴν ἐτυμολογία τους, θὰ ἀντιμετωπίζουμε ὁλοένα καὶ μεγαλύτερες δυσχέρειες στὴν κατανόηση κειμένων, εἰδικότερα ἀπὸ τὴν λόγια γραμματεία μας (Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Κάλβος, ἐκκλησιαστικὰ κείμενα κ.λπ.), μὲ ἀποτέλεσμα ἀναρίθμητα ἔργα τῆς γραπτῆς μας παράδοσης νὰ καταστοῦν σχεδὸν ἀπροσπέλαστα στοὺς νέους μας. Ἔχουμε ὅμως τὸ δικαίωμα νὰ τοὺς ἀποξενώσουμε ἀπὸ ἕναν τόσο μεγάλο καὶ πολύτιμο πνευματικὸ θησαυρὸ τοῦ Ἔθνους καὶ τοῦ λαοῦ μας; Ἐξάλλου χωρὶς αὐτὴ τὴν γνώση ἡ Νεοελληνικὴ θὰ ἀντιμετωπίζει ἀνυπέρβλητες δυσκολίες στὸ νὰ πλάθει νέες λέξεις ποὺ ἀπαιτεῖ ἀδιάλειπτα ἡ ζωὴ καί, τὸ χειρότερο, θὰ γίνεται ὁλοένα καὶ πιὸ εένδοτη στὴν ἀφόρητη πίεση τῶν ξένων γλωσσῶν, εἰδικότερα τῆς Ἀγγλικῆς, καὶ ἀναπότρεπτα θὰ ἀφελληνίζεται, γιατὶ οἱ χρῆστες της δὲν θὰ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἐπινοοῦν τὰ ἑλληνολεκτικὰ ἰσοδύναμα τῶν ξένων ὅρων, ἀφοῦ θὰ εἶναι ἀποκομμένοι ἀπὸ τὶς ἀστείρευτες πηγὲς τῆς μητέρας-γλώσσας.


Τὸ ὅτι λοιπὸν ἡ διδασκαλία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς στὸ Γυμνάσιο – ποὺ πρέπει νὰ γίνεται παράλληλα καὶ συμπληρωματικὰ μὲ τὴν συστηματικὴ διδασκαλία τῆς Νεοελληνικῆς – κρίνεται ἀπαραίτητη εἶναι νομίζουμε κάτι τὸ ἀναμφισβήτητο. Ἐκεῖ ὅμως ὅπου ὑπάρχει ὄντως πρόβλημα εἶναι στὰ μέσα καὶ στὸν τρόπο διδασκαλίας· στὰ Ἀναγνωσματάρια, δηλαδή, ποὺ πρέπει νὰ εἰσαχθοῦν, καθὼς καὶ στὴν μέθοδο διδασκαλίας. Δυστυχῶς καὶ στοὺς δύο αὐτοὺς τομεῖς δὲν ἔχουμε σημειώσει ἕως τώρα ἐπιτυχίες. Γιατὶ καὶ τὰ ἐγχειρίδια ποὺ εἶναι σήμερα σὲ χρήση, ἀλλὰ καὶ τὰ προηγούμενα, καθὼς καὶ τὰ παλαιότερα, εἶναι, κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, ἀκατάλληλα γι' αὐτὸν τὸν σκοπὸ· θὰ λέγαμε μάλιστα ὅτι, κατὰ ἕνα μεγάλο ποσοστό, σὲ αὐτὰ ὀφείλεται ἡ ἀποτυχία τοῦ μαθήματος καὶ ἰδιαίτερα ἡ ἀπέχθεια ἑνὸς ἀριθμοῦ μαθητῶν πρὸς αὐτό. Τὰ ἴδια πρέπει νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὶς μεθόδους διδασκαλίας τὶς ὁποῖες ἐφαρμόζουμε στὴν συγκεκριμένη περίπτωση, ποὺ εἶναι ἀναχρονιστικὲς καὶ ἀπρόσφορες.


Στὴν προκειμένη περίπτωση φαίνεται ἀναμφίλεκτο ὅτι τὰ ἀναγνωσματάρια ποὺ χρησιμοποιήθηκαν στὸ παρελθόν, ὅπως καὶ αὐτὰ ποὺ χρησιμοποιοῦνται τώρα, εἶναι κατὰ κανόνα ἀπρόσφορα γιὰ παιδιὰ 12-15 ἐτῶν: οἱ ἑνότητες ποὺ περιέχουν εἶναι ἀδικαιολόγητα πολυσέλιδες καὶ ὑπερφορτωμένες μὲ ὕλη ποὺ πράγματι προξενεῖ ἀνία καὶ κόπωση στοὺς μικροὺς μαθητές· τὰ κείμενα ποὺ περιλαμβάνουν εἶναι ἐκτενέστατα καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις δυσνόητα γιὰ παιδιὰ γυμνασίου - συνοδευόμενα ἀπὸ ἕναν σωρὸ λεξιλογικὰ καὶ ἐξηγητικά σχόλια καί, τὸ χειρότερο, ἀπὸ ἕνα πλῆθος γραμματικῶν καὶ συντακτικῶν ὅρων, κανόνων, ἐξαιρέσεων καὶ ἄλλων περιττῶν λεπτομερειῶν.  


Ὡστόσο, ἂν λάβουμε ὑπόψη μας τὴν ἡλικία τῶν μαθητῶν τοῦ γυμνασίου καὶ συνεπῶς τὴν μαθησιακὴ καὶ προσληπτικὴ ἱκανότητά τους, τὸ βεβαρημένο καθημερινὸ πρόγραμμά τους τόσο ἀπὸ τὰ ἄλλα μαθήματα ὅσο καὶ ἀπὸ τὶς πρόσθετες ἐξωσχολικὲς δραστηριότητές τους, ὁδηγούμαστε ἀβίαστα στὸ συμπέρασμα ὅτι τὰ ἐγχειρίδια αὐτὰ ἐπιβάλλεται νὰ εἶναι ὀλιγοσέλιδα καὶ ἀνάλαφρα, μὲ περιεχόμενο σὲ γενικὲς γραμμὲς ἁπλό, εὐκολονόητο καὶ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο ἑλκυστικό. Ἔτσι κάθε ἑνότητα δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐκτείνεται πέραν τῶν δύο ἢ τὸ πολὺ τριῶν σελίδων· τὰ κείμενα εὐκταῖο θὰ ἦταν νὰ μὴν εἶναι ἐκτενέστερα τῶν τριῶν ὡς τὸ πολὺ πέντε στίχων καὶ νὰ πλαισιώνονται μὲ συνοπτικὸ ἀλλὰ κατατοπιστικὸ εἰσαγωγικὸ σημείωμα καὶ μὲ τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα λεξιλογικὰ καὶ ἑρμηνευτικὰ στοιχεῖα. Τὰ μικροκείμενα αὐτά, αὐτούσια ἢ διασκευασμένα, σκόπιμο κρίνεται νὰ προέρχονται ἀπὸ πεζὰ ἔργα τῆς ἀττικῆς διαλέκτου – ἀφοῦ, ὅπως προσφυέστατα ἔχει εἰπωθεῖ, ἡ διάλεκτος αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ ἀναντικατάστατο ὄχημα ποὺ ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ μᾶς μεταφέρει σὲ ὅλες τὶς γλωσσικὲς περιοχὲς τῆς Ἑλληνικῆς – καὶ νὰ εἶναι βατὰ καὶ εὔληπτα, μὲ τὴν βοήθεια φυσικὰ τοῦ διδάσκοντος καὶ τῶν παρατιθέμενων σχολίων.  


Στὴν διδασκαλία τῶν κειμένων θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγεται ἡ ἐφαρμοζόμενη συνήθως μέθοδος τῆς κατὰ λέξη μετάφρασης καὶ μάλιστα ἀφοῦ προηγεῖται κατὰ κανόνα ἡ πληκτικὴ καὶ ἐκνευριστικὴ ἐκείνη συντακτικὴ ἀνάλυση-ἀνατομία τῶν περιόδων τοῦ κειμένου. Προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ καλοῦνται οἱ μαθητὲς νὰ ἀποδίδουν, μὲ ἐλεύθερο τρόπο, τὸ νόημα τῶν περιόδων – ατενεργώντας ἀβίαστα ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ διδάσκοντος καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν παρακείμενων ἑρμηνευτικῶν σχολίων. Κάποιες εὔστοχες ἐρωτήσεις κατανόησης κάτω ἀπὸ τὰ κείμενα θὰ ἦταν πολὺ χρήσιμες σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση. Ἐκεῖ ὅμως ὅπου πρέπει νὰ διατίθεται ὁ περισσότερος χρόνος καὶ νὰ δίνεται ἡ μεγαλύτερη βαρύτητα δὲν εἶναι οὔτε ἡ νοηματικὴ ἀπόδοση τῶν κειμένων οὔτε τὰ γραμματικὰ ἢ τὰ συντακτικὰ φαινόμενα – εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι ἀπὸ τὴν γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικὸ τῆς ἀττικῆς διαλέκτου πρέπει νὰ διδάσκονται μόνο τὰ πιὸ βασικὰ καὶ ἀπαραίτητα στοιχεῖα – ἀλλὰ ἡ ἐτυμολογικὴ συσχέτιση τῶν καινούργιων κάθε φορὰ λέξεων μὲ τὶς συναφεῖς λέξεις τῆς Νέας Ἑλληνικῆς. Γιατὶ τὸ μάθημα αὐτὸ στὸ γυμνάσιο παραμένει κατὰ βάση γλωσσικό, ἀφοῦ ὁ κυριότερος στόχος του εἶναι νὰ κατανοήσουν οἱ μαθητὲς ὅτι ἡ Νεοελληνικὴ Γλῶσσα ἔχει τὶς ρίζες της στὴν Ἀρχαία Ἑλληνικὴ καὶ ὅτι ἀποτελεῖ ἐξέλιξη καὶ συνέχειά της.


Εὐνόητο εἶναι ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ διαδικασία θὰ ἐξοικειώσει τὰ παιδιὰ μὲ τὶς παραγωγικὲς βάσεις τῆς γλώσσας μας καὶ θὰ τὰ καταστήσει ἱκανὰ ὄχι μόνο νὰ συνάγουν τὴν σημασία τῶν λέξεων ἀπὸ τὴν ἐτυμολογία τους ἀλλὰ καὶ νὰ ἐμπλουτίζουν τὸ λεξιλόγιό τους καὶ πάνω ἀπ' ὅλα νὰ ἐκφράζονται μὲ ἀκρίβεια, εὐχέρεια καὶ δημιουργικότητα στὶς ποικίλες μορφὲς τῆς προφορικῆς καὶ γραπτῆς τους ἐπικοινωνίας. Αὐτὸ ἄλλωστε εἶναι καὶ ὁ πρωταρχικὸς στόχος τῆς διδασκαλίας τόσο τῆς Νέας ὅσο καὶ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς στὸ γυμνάσιο.


Κατὰ τὴν ἄποψή μου καὶ ἐν κατακλεῖδι ἐπενεργοῦν ἀρνητικὰ σὲ μία συγκεκριμένη μερίδα τῶν συναδέλφων φιλολόγων καὶ εὐρύτερα τῶν ἐκπαιδευτικῶν μας δύο παράμετροι: (α) τὰ διδακτικὰ ἐγχειρίδια τοῦ Γυμνασίου, τὰ ὁποῖα στεροῦνται παιδαγωγικῆς εὐστοχίας καὶ ὑπολείπονται κατὰ πολὺ σὲ δομικὴ ἀρτιότητα, καὶ (β) ἡ σχεδὸν παραλυτικὴ καὶ ἀποκαρδιωτικὴ ταύτιση τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν μὲ καθετὶ ὀπισθοδρομικὸ καὶ ἀφιλοπρόοδο. Θεωρῶ ὡστόσο πρόδηλο ὅτι κάθε καλοπροαίρετος παρατηρητὴς αὐτῆς τῆς φιλολογικῆς διαμάχης, τόσο σημαντικῆς γιὰ τὴν παιδεία τοῦ τόπου μας, θὰ ἀναγνώριζε τὴν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ ἀναλύσουμε τὴν οὐσία αὐτῶν τῶν παραμέτρων πρὶν προχωρήσουμε στὴν λήψη βεβιασμένων καὶ ἐμβαλωματικῶν μέτρων.


Εἰδικότερα, ἀναφορικὰ μὲ τὸν πρῶτο ἀρνητικὸ παράγοντα ἡ λύση, ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἐπαναλάβω, θὰ προέλθει, ὅπως νομίζουμε, ἀπὸ τὴν ριζικὴ ἁπλοποίηση καὶ τὴν ἐκ βάθρων ἀναθεώρηση τῶν διδακτικῶν βιβλίων, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι μόνον ἔμφορτα μὲ δύσληπτα καὶ ἀνοικονόμητα ἀρχαῖα κείμενα, ἀλλὰ ἐπίσης ὑπερχειλίζουν ἀπὸ ὑπερβολικὲς ποσότητες δύσπεπτης γραμματικῆς καὶ συντακτικῆς ὕλης. Ἀντὶ λοιπὸν νὰ ὑιοθετήσουμε ταχέως τὴν ἀβασάνιστη λογικὴ τοῦ «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι», πρέπει ἀμελλητὶ νὰ βελτιώσουμε τὰ γυμνασιακὰ ἐγχειρίδια πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἁπλούστευσης καὶ τῆς περιστολῆς· βεβαίως, ὁ μετριασμὸς αὐτὸς τοῦ ὄγκου τῶν παρεχόμενων γνώσεων πρόσφορο θὰ ἦταν νὰ συνοδευθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνάλογη ἔμφαση στὶς ἐτυμολογικὲς συσχετίσεις καὶ ὁμοιωματικὲς ἀναλογίες τῆς ἀττικῆς διαλέκτου μὲ τὴν καθομιλουμένη ἀπὸ πλευρᾶς γραμματικῆς, σύνταξης καὶ κυρίως λεξιλογίου. Σχετικὰ μὲ τὸν δεύτερο ἀρνητικὸ παράγοντα εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι εἶναι τουλάχιστον ὀξύμωρο τὸ γεγονὸς πὼς ἡ ὀρθολογικὴ καὶ ρηξικέλευθη ἀρχαιοελληνικὴ σκέψη ἔχει γίνει συνώνυμη στὴν συνείδηση κάποιων συμπατριωτῶν μας μὲ πεπαλαιωμένες ἀντιλήψεις καὶ γενικότερα μὲ τὸν συντηρητισμό, ὅταν σήμερα στὸν δυτικὸ κόσμο ἡ μελέτη τῆς κλασικῆς γραμματείας θεωρεῖται δικαίως ἀλάνθαστη ἀπόδειξη νεωτερισμοῦ καὶ καινοτομίας. Τυχαῖο δὲν εἶναι ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια τῶν τελευταίων δεκαετιῶν ὁ ἀρχαιοελληνικὸς πολιτισμὸς ἔχει λειτουργήσει ὡς προνομιακὸ πεδίο ἐφαρμογῆς ριζοσπαστικῶν λογοτεχνικῶν θεωριῶν, καθὼς συνάμα ἔχει καταστεῖ ἰδανικὸς χῶρος ἀνάπτυξης φιλόδοξων προγραμμάτων τῆς πληροφορικῆς ἐπιστήμης μέσα ἀπὸ τὴν δημιουργία βάσεων δεδομένων, ἠλεκτρονικῶν λεξικῶν καὶ διαδικτυακῶν συγγραμμάτων. Πρέπει ἑπομένως νὰ τολμήσουμε πρὸς τὴν κατεύθυνση τόσο τοῦ ἐξορθολογισμοῦ τῆς διδακτέας ὕλης καὶ ὅσο καὶ πρὸς τὴν καλύτερη ἐνημέρωση τῶν μαθητῶν γιὰ τὶς τεράστιες ὠφέλειες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν τριβή τους μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία καὶ ἐν γένει μὲ τὴν κλασικὴ φιλολογία.

 


*Ὁ Ἀνδρέας Μαρκαντωνάτος εἶναι Καθηγητὴς Φιλολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Σχεδιασμός και Κατασκευή
JIT