ΟΜΙΛΙΑ ΑΧΙΛΛΕΑ ΛΑΖΑΡΟΥ

 

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ;

  

  Μὲ τὴν σημασία καὶ τὴν ἐτυμολογία τῆς λέξεως Βλάχος ἀσχολήθηκαν πάμπολλοι. Συνήθως μνημονεύονται μόνον τρεῖς: α) Ὁ Ἑλβετὸς Walther von Wartburg, τὸν ὁποῖο ἐπικαλεῖται καὶ ὁ Ἰταλὸς Giuliano Bonfante1, β) Ὁ ἀκαδημαϊκὸς Ἀντώνιος Δ. Κεραμόπουλλος2 καὶ γ) ὁ ἐτυμολόγος καθηγητὴς Μ.Ε. Ἰωάννης Μωραλίδης3. Οἱ δύο πρῶτοι ἀνάγουν τὴν λέξη Βλάχος στὸ ἐθνώνυμο μιᾶς γαλατικῆς φυλῆς, γνωστῆς ἀπὸ τὸν Καίσαρα4 μὲ τὸ ὄνομα Volcae  καὶ ἀπὸ τὸν Στράβωνα5 μὲ τὴν μορφὴ Οὐόλκαι. Ὁ Κεραμόπουλλος ἔχει προβάλει προγενέστερη ἐτυμολογία τοῦ Σπ. Παπαγεωργίου6, ὁ ὁποῖος τὴν ἀπαρχὴ ὁρίζει στὴν αἰγυπτιακὴ λέξη fellah- φελλάχος, ὁ δὲ Μωραλίδης στὴν ἀμάρτυρη ἑλληνικὴ φυλάγος.

  

Ὡστόσο ἡ πατρότητα τῆς πρώτης ἐτυμολογίας, παραδεκτῆς ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων, τῶν ρωμανιστῶν, ἀνήκει στὸν Γερμανὸ Hans Löwenklau- I. Leunclavius7, γνωστὴ καὶ ἀπὸ τὸν σύγχρονό του Σλοβένο βαλκανολόγο Jernej Kopitar8, φίλο του Ἀδαμαντίου Κοραῆ. Κατὰ τὸν Κωνσταντῖνο Μ. Κούμα (1777-1836), φίλο ἐπίσης τοῦ Κοραῆ, μέγα διδάσκαλο τοῦ Γένους, πρῶτο Νεοέλληνα ἱστορικό, διδάκτορα τοῦ Πανεπιστημίου Βιέννης καὶ ἀντεπιστέλλον μέλος τῶν Ἀκαδημιῶν Βερολίνου καὶ Μονάχου, συνάγεται τόσο ὁ ἐκρωμαϊσμς στὸ σύνολο τῶν χωρῶν τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ὅσο καὶ ὁ ἐκλατινισμὸς Ἑλλήνων, τοὺς ὁποίους ἀποκαλεῖ Βλάχους, Ἕλληνες τὸ γένος.  Προσθέτει δὲ καὶ τὰ ἑξῆς: «Συμπεριφέρονται ἀδελφικῶς μὲ τοὺς Γραικοὺς ὡς Γραικοὶ καὶ δὲν δείχνουν οὐτ’ ἐκεῖνοι οὔτε οὗτοι καμμίαν ἐθνικὴν διαφορὰν πρὸς ἀλλήλους, καθὼς τῷ ὄντι εἶναι ἀμφότεροι οἱ λαοὶ μιᾶς πατρίδος τέκνα, καὶ τῶν αὐτῶν προγόνων ἀπόγονοι»9. Μαρτυρία ἑλληνικότητας χρήστων λατινικῆς γλώσσας προηγεῖται αἰῶνες πολλούς. Φιλοτεχνώντας δημογραφικὴ καὶ γλωσσικὴ ἀπεικόνιση τῆς σύνολης χερσονήσου τοῦ Αἵμου, τῶν Βαλκανίων, ποὺ ἦταν ἰδιαίτερη διοικητικὴ περιφέρεια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἐπὶ Ἰουστινιανο, μὲ τὸ ὄνομα Εὐρώπη,  ὁ διοικητής της καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως10 Ἰωάννης Λυδὸς σὲ σύγγραμμά του, ἐπιγραφόμενο Περὶ τῶν ἀρχῶν τς Ρωμαίων πολιτείας (261,68), δίνει τὴν πληροφορία, κατὰ τὴν ὁποία τότε, 6ο αἰώνα μ.Χ., οἱ Ἕλληνες ὑπερεῖχαν δημογραφικ τῶν ἄλλων λαῶν, ἀλλὰ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ρωμαιοκρατίας γιὰ πρακτικοὺς λόγους εἶχαν γίνει χρῆστες τῆς λατινικῆς γλώσσας, δηλαδὴ λατινόφωνοι-Βλάχοι! Ἰδοὺ καὶ τὸ πρωτότυπο: «Νόμος ἀρχαῖος ἦν πάντα μὲν τὰ ὁπωσοῦν πραττόμενα παρὰ τοῖς ἐπάρχοις, τάχα δὲ καὶ ταῖς ἄλλαις τῶν ἀρχῶν, τοῖς Ἰταλῶν ἐκφωνεῖσθαι ρήμασιν… τὰ δὲ περὶ τὴν Εὐρώπην πραττόμενα πάντα τὴν ἀρχαιότητα διεφύλαξεν ἐξ ἀνάγκης, διὰ τὸ τοὺς αὐτῆς οἰκήτορας, καίπερ Ἕλληνας ἐκ τοῦ πλείονος ὄντας, τ τῶν Ἰταλῶν φθέγγεσθαι φων καὶ μάλιστα τοὺς δημοσιεύοντας».

  

Ἐν τούτοις χρήση τῆς πολύτιμης αὐτῆς πηγῆς δὲν γίνεται ἀπὸ ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἔρευνα τῆς λατινοφωνίας Ἑλλήνων, ἀκόμη καὶ τοῦ στενοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου τῶν χρόνων μας. Ἤδη τὸ 1892 ὁ Γάλλος Leon Lafoscade δημοσιεύει ἐνδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Ἀνεπιφύλακτα ἀναφέρει ὅτι στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸν 2ο αἰῶνα π.Χ. ἕως τὸν 4o μ.Χ., πέρα γενικῶν ἐπιδράσεων, βρίσκει κανεὶς καὶ πραγματικὲς προόδους τῆς λατινικῆς γλώσσας, γεγονότα μερικὰ καὶ τοπικά, ἀλλὰ ἁπτὰ καὶ ἀποδεδειγμένα11. Μετέπειτα μὲ σειρὰ δημοσιευμάτων γκρίτων ἐπιστημόνων, ἀκαδημαϊκῶν καὶ καθηγητῶν πανεπιστημίων, π.χ. Phlippide12, Skok13, Densusianu14, Brătianu15, Lozovan16, Marrou17 κ.ἄ., προτείνονται διευρύνσεις τῆς λατινικῆς ζώνης βορειότερα σ’ ὅλο τὸ μῆκος τῆς ἑλληνικῆς χερσονήσου, χωρὶς νὰ ξαιρεῖται καὶ ἡ Πελοπόννησος, ὅπου βέβαια ἡ ἐπείσακτη γλώσσα δὲν ἀντέχει18. Ἀκριβέστερα γένεση Βλάχων στὴν Πίνδο καὶ στὶς λοιπὲς ἑστίες τους τῆς χερσονήσου ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς ρωμαϊκῆς κατακτήσεως, δηλαδὴ τὴν ἐντοπιότητα, δέχθηκαν καὶ οἱ διασημότεροι Ρουμάνοι ἐπιστήμονες Xenopol19, Pârvan20, Vulpe21, Puscariu22, Procopovici23, Maniu24, μάλιστα καὶ ὁ θεωρητικς τῆς διεκδικήσεως τῶν βαλκανίων Βλάχων ἀπὸ τὴν Ρουμανία καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου καὶ τακτικὸ μέλος τῆς Ρουμανικῆς Ἀκαδημίας Th. Capidan στὸ κύκνειο σμα του, σύγγραμμα, τοῦ ὁποίου μόνον ὁ τίτλος θυμίζει τὴν ἐπὶ μισὸ αἰώνα ἐπιστημονικοφανῆ προπαγάνδα του Οἱ Μακεδονορουμάνοι25! Ἐφεξῆς ἐπισημαίνει στὸ ἰδίωμα26, ὅπως ὁ ἴδιος τὸ χαρακτηρίζει, τῶν Βλάχων τὴν ὕπαρξη ἀρχαίων ἑλληνικῶν δομικῶν στοιχείων, π.χ. τοῦ ἁπλοῦ καὶ τετελεσμένου μέλλοντος καὶ τῶν δυνητικῶν ἐγκλίσεων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, τὰ ὁποῖα, κατὰ τὸν καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Σόφιας καὶ ἀκαδημαϊκὸ Vl. Georgiev27 δὲν δανείζονται, ὁπότε οἱ χρῆστες εἶναι ἑλληνικῆς καταγωγῆς.

  

Ἐξ ἄλλου τὴν αὐτοχθονία των Βλάχων τῆς Ἑλλάδος εἶχε καταστήσει γνωστὴ ὁ Ἀρμένιος διοικητὴς τοῦ θέματος Ἑλλάδος (Θεσσαλίας) Κεκαυμένος, τοῦ ὁποίου τὸ χρονικὸ πολλοὶ ἐπικαλέσθηκαν γιὰ δῆθεν κάθοδο τῶν Βλάχων ἀπὸ Δακία. Ἀλλὰ χάρη στὸν καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Σορβόννης Paul Lemerle28 ἀποδείχθηκε ὅτι ὁ Κεκαυμένος βεβαιώνει τὴν αὐτοχθονία τῶν Βλάχων, τοὺς ὁποίους διακρίνει σὲ ἀστούς, γαιοκτήμονες, κτηνοτρόφους.

  

Μετέπειτα Βυζαντινοὶ χρονογράφοι, οἱ Ἰωάννης Σκυλίτσης – Γεώργιος Κεδρηνὸς29 τὸ 976 μνημονεύουν τοὺς Βλάχους ἐπὶ τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ, στὴν ὁποία ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Nancy Fréderic Taillez30 ὁρίζει τὴν παρουσία τους ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Μακεδονία! Ὁ Γεώργιος Παχυμέρης (1240-1310) δέχεται τὴν ἑλληνικότητα καὶ τὴν ἐντοπιότητα τῶν Βλάχων Θεσσαλίας γράφοντας «…τοὺς γὰρ τὸ παλαιὸν Ἕλληνας, ος Ἀχιλλεὺς ἦγε, Μεγαλοβλαχίτας καλῶν ἐπεφέρετο»31. Εἰδικὰ ὁ Νικήτας Χωνιάτης στὰ περὶ Ἰσαακίου Ἀγγέλου ἱστορούμενα (Ι, 237) ἀποσαφηνίζει τὸν ρο Βλάχοι ὡς δηλωτικ τῆς γλωσσικῆς ἰδιαιτερότητας ἐξηγώντας ὅτι «πάντας τοὺς ὁπωσδήποτε… λαλοῦντας μίαν τῶν Ρωμανικῶν διαλέκτων καλοῦσι Βλάχους». Ἡ δὲ Ἄννα Κομνηνὴ32 μᾶς πληροφορεῖ γιὰ σημασία πρόσθετη τοῦ ρου Βλάχος, ἤτοι βοσκός.

  

Κατὰ τὸν καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου καὶ Bochum Γερμανίας, γενικὸ γραμματέα τοῦ Ἰνστιτούτου Ρουμανικῶν Σπουδῶν στὸ Παρίσι «Κάρολος ὁ Α΄», Cicerone Poghirc ἀρκοῦν τὰ λατινογενῆ τοπωνύμια τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου ὡς ἀπόδειξη ὅτι οἱ Βλάχοι εἶναι παρόντες στὴν σημερινὴ περιοχή τους κατὰ τρόπο μόνιμο καὶ ἀδιάκοπο ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα ἕως τὶς ἡμέρες μας33. Προγενέστερα ὁ Poghirc εἶχε ἐκπονήσει διδακτορικὴ διατριβὴ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Λένινγκραντ καὶ ἐπαλήθευσε τὴν ἑλληνικότητα τῆς ἀρχαίας μακεδονικῆς διαλέκτου34, πείθοντας καὶ τὸν Georgiev, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε συσχέτιζε τὴν γλώσσα τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων μὲ τὴν ἰλλυρική35, ἐνῶ ἔχει διακηρύξει ὅτι «στὴν Ἤπειρο τὰ τοπωνύμια εἶναι ἀρχαιότατα καὶ μόνο ἑλληνικά»36. Μία ἄλλωστε διετία ἐνωρίτερα ὁ P. Cabanes θεωρεῖ τὴν ἀνθρωπωνυμία τῶν Ἠπειρωτῶν ἀναμφισβήτητα ἑλληνική, καθὼς καὶ τὴν ἠπειρωτικὴ διάλεκτό τους37. Πάντως ἁπλούστερα καὶ ἀσφαλέστερα ἡ ἑλληνικὴ καταγωγὴ τῶν Βλάχων τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου καὶ τῆς ἀποδημίας τους συνάγεται πρωτίστως μὲ βάση τὰ ρωμαϊκὰ θέσμια, τὰ ὁποῖα ἀπαρέγκλιτα ἐφαρμόσθηκαν μετὰ τὴν ττα τοῦ βασιλι τῶν Μακεδόνων Περσέα στὸ συνέδριο τῆς Ἀμφιπόλεως38. Ἐκεῖ πρῶτος ἔχει ὁμιλήσει ὁ νικητής, ὁ Λεύκιος Αἰμίλιος Παῦλος, ὁ ὁποῖος, μολονότι ἦταν ἑλληνομαθής, φέρεται δὲ καὶ καταγωγῆς ἑλληνικῆς39, χρησιμοποιεῖ τὴν λατινικὴ γλώσσα, πράξη δηλωτικὴ της ἐπιβολῆς τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας. Δεύτερος ὁμιλητὴς ἦταν ὁ ὑπαρχηγὸς τοῦ ρωμαϊκοῦ ἐκστρατευτικοῦ σώματος, ὁ ὕπατος Ὀκτάβιος, ὁ ὁποῖος μεταφράζοντας στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα τὴν ὁμιλία τοῦ ἀρχηγοῦ καθιστᾶ φανερὴ τὴν ἑλληνικότητα τῶν ἀκροατῶν, νέων ὑπηκόων τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας40. Ἂν τὸ ἀκροατήριο ἦταν ἄλλης ἐθνότητας ὁ ὕπατος θὰ μετέφραζε στὴν ἀντίστοιχη γλώσσα, π.χ. ἰλλυρική, δαρδανική, δακική.

  

 Ἡ μὴ ἑλληνικότητα τῶν Βλάχων ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὴν ψβουργικὴ αὐτοκρατορία τῆς Βιέννης τὸ 1848 μὲ δεδομένη χρονικὴ διάρκεια, «ἐπὶ τοῦ παρόντος», ὅπως ἔχει βεβαιώσει ὁ M. Kogălniceanu41. Ὅμως διαιωνίζεται. Διότι κατὰ τὴν Συνδιάσκεψη τοῦ Βουκουρεστίου Ἑλλάδα παρουσιάσθηκε ἀπροετοίμαστη ἐπὶ τοῦ θέματος καὶ ἀνυποψίαστη. Δὲν ἔθεσε τὸ θέμα καὶ πρὸ πάντων ἄφησε ἀναξιοποίητη καὶ τὴν ἄσβηστη φιλοπατρία τοῦ πλέον ἁρμοδίου προσώπου τῶν κρισίμων στιγμῶν Ν. Μισσίου42, μὲ βαρύτατες ἐθνικὰ συνέπειες, τὶς ὁποῖες ἔχουν καταγγείλει οἱ τότε πανεπιστημιακοὶ καθηγητὲς Ν.Σαρίπολος43, Παῦλος Καρολίδης44, πρὸ πάντων δὲ ὁ τέλειος γνώστης τοῦ ζητήματος Ἀντ. Θ. Σπηλιωτόπουλος45. Τὰ μετέπειτα ἱστορεῖ ὁ Εὐάγγελος Ἀβέρωφ στὸ πρῶτο βιβλίο του, ἐπιγραφόμενο Ἡ πολιτικὴ πλευρὰ τοῦ Κουτσοβλαχικοῦ ζητήματος, τὸ ὁποῖο προλογίζει ὁ Σοφοκλῆς λ. Βενιζέλος, ἀναγνωρίζοντας ὅτι οἱ Βλάχοι «ἀπεδύθησαν μόνοι, ἀκαθοδήγητοι καὶ παλαίοντες συχνὰ ἐναντίον πανίσχυρου ξένου δυνάστου».

 

βλαχολογικὴ συγγραφὴ προφανέστατα ἐπηρέασε καὶ τὸ ἁρμόδιο ὑπουργεῖο, τῶν Ἐξωτερικῶν, ποὺ ἀναζητοῦσε ἐπιστημονικὴ μελέτη ἐπὶ τοῦ θέματος πρὸς ἀντίκρουση ἀποστομωτικὴ τῆς ἀναζωπυρημένης προπαγάνδας ἀφελληνισμοῦ τῶν Βλάχων. Ἔσπευσε δὲ στὴν κάλυψη τῆς δαπάνης γιὰ μετάφραση σὲ ξένη γλώσσα καὶ ἔκδοσή της ἀπὸ τὸ Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἵμου (ΙΜΧΑ), τοῦ ὁποίου οἱ ἐπιστημονικοὶ συνεργάτες εἶχαν γνωρίσει καὶ ἐπιδοκιμάσει τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο46 συνιστώντας ἔντονα τὴν ἐπενέκδοση σὲ ξένη γλώσσα, ὅπως ἀπὸ τοὺς πρώτους ἔπραξε Ἀθανάσιος Καραθανάσης: «Σᾶς εὐχαριστῶ θερμότατα γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ βιβλίου σας «Ἡ Ἀρωμουνική». Τὸ διάβασα μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον (κυρίως τὸ ἱστορικὸ μέρος) καὶ νομίζω ὅτι ὅλοι μας, ὅσοι ἀσχολούμαστε μὲ τὴν ἐποχὴ καὶ τὰ θέματα αὐτὰ καὶ ἰδιαίτερα μὲ τοὺς Βλάχους μας, πρέπει νὰ σᾶς εὐχαριστήσουμε ἀπὸ καρδιᾶς γιὰ τὸν μόχθο σας, ποὺ ὁπωσδήποτε εἶχε τόσο λαμπρὰ ἀποτελέσματα. Μὲ τὸν ἴδιο ἐνθουσιασμὸ εἶδαν τὴν «Ἀρωμουνικὴ» καὶ ἄλλοι συνάδελφοι ποὺ τοὺς τὸ παρουσίασα. Δὲν ξέρω ἂν συμφωνεῖτε γιὰ μία μετάφρασή του (στὰ ἀγγλικὰ ς ποῦμε), ποὺ θὰ τὴν ἀνελάμβανε ἕνα ἐπιστημονικὸ ἵδρυμα τῆς χώρας μας»47.

  

Ὁ Διευθυντὴς τοῦ ΙΜΧΑ καὶ καθηγητὴς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κάρολος Μητσάκης γράφει: «Ὅσο πιὸ πολὺ διαβάζω «τὴν Ἀρωμουνική» σας τόσο πιὸ πολὺ αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ σᾶς σφίξω θερμὰ τὸ χέρι καὶ νὰ σᾶς βεβαιώσω ὅτι ἔχετε προσφέρει μὲ τὴν διατριβή σας αὐτὴ σπουδαία ὑπηρεσία στὴν ἐπιστήμη καὶ στὸ ἔθνος»48.

  

Ὁ καθηγητὴς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Χαράλαμπος Παπαστάθης συγχαίρει γιὰ τὸ λαμπρὸ βιβλίο μολογώντας: «Βέβαια, τὸ γλωσσολογικό του τμῆμα δὲν εἶμαι ἁρμόδιος νὰ τὸ κρίνω. Ἀλλὰ τὸ ἱστορικό του μέρος μὲ ἐνθουσίασε. Ἐπὶ τέλους, ἔχουμε ἕνα ὑπεύθυνο ἐπιστημονικὸ βιβλίο γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ»49. Κατὰ τὸν Μιχ. Πολέμη, «…εἶναι ἡ πιὸ ὁλοκληρωμένη δουλειὰ ποὺ ἐγὼ τουλάχιστον ἔχω διαβάσει γι’αὐτὸ τὸ θέμα, τόσο ἀπὸ πλευρᾶς βιβλιογραφίας, ὅσο καὶ σὰν τεκμηριωμένη ἀνάπτυξη θεωρίας καὶ πιστεύω ὅτι τὰ δεδομένα σας καὶ ὁ τρόπος ποὺ τὰ ἀναπτύσσετε θὰ πρέπει πραγματικὰ νὰ ἀποτελέσουν τὴν ὁριστικὴ ἀπάντηση τῆς ἑλληνικῆς ἐπιστήμης στὸ πρόβλημα τῶν Ἀρωμούνων», τῶν Βλάχων Ἑλλάδος 50.

  

Ὁ ἐπιστημονικὸς συνεργάτης τοῦ Κέντρου Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Σταῦρος Μάνεσης συγχαίρει καὶ ἐπισημαίνει: «Τὰ ἐγκάρδια συγχαρητήριά μου γιὰ τὴν πληρότητα τῆς (Διατριβῆς) στὴν ἐξονυχιστικὴ ἔρευνα, στὴν τέλεια γνώση τοῦ θέματος καὶ στὴν κριτικὴ ἐξέταση κάθε σχετικῆς πληροφορίας καὶ ἑρμηνείας ποὺ δίνετε. Ἀκόμα γιὰ τὴν γεωμετρικὴ ἀρτιότητα τῆς γραφῆς, τὴν σαφήνεια καὶ τὴν γάργαρη ροὴ τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης.

 

Ὕστερα ἀπὸ σᾶς νομίζω πὼς κάθε ἀντίθετη γνώμη πρέπει νὰ βουβαθῇ!»51. Ἐξ ἴσου ἐπιδοκιμάζουν τὴν μεταφρασμένη στὴν γαλλικὴ γλώσσα διατριβὴ καὶ ξένοι εἰδικοὶ ἐπιστήμονες: ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστήμιου Βιέννης Max Demeter Peyfuss γράφει: «Ἀπὸ τὴν πρώτην αἴσθησιν μοῦ φαίνεται ὅτι ἔχετε γράψει τὸ πρῶτο ἐπιστημονικὸ ἔργο γιὰ αὐτὴν τὴν γλῶσσαν στὴν Ἑλλάδα. Ἡ βιβλιογραφία εἶναι ἀληθῶς διεθνὴς καὶ ἡ μέθοδος καίριη»52 (τὰ ἑλληνικὰ δικά του). Ἡ ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγήτρια τοῦ Πανεπιστημίου Βελιγραδίου F. Papazoglou-Ostrogorsky, προβαίνει στὶς ἑπόμενες ἐκτιμήσεις: «Ἡ διατριβή σας μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἐξαιρετικὰ σοβαρῆς, θεμελιώδους καὶ ἀληθινὰ ἐπιστημονικῆς μελέτης… Τὰ γλωσσολογικὰ ἐπιχειρήματα μὲ τὰ ὁποῖα ὑποστηρίζετε τὴν γνώμην σας γιὰ τὴν ἑλληνικὴ καταγωγὴ τῶν Βλάχων μοῦ φαίνονται πειστικά»53. Ὅταν δὲ διάβασε καὶ τὴν ἔκδοση τοῦ ΙΜΧΑ στὴν γαλλικὴ γλώσσα, ἔδωσε καὶ τὴν πληροφορία, ὅτι μόλις εἶχε τελειώσει τὴν συγγραφή της γιὰ τοὺς Βλάχους ὑποστηρίζοντας τὴν ἑλληνικότητά τους.

  

Ὁ Πρόεδρος τοῦ 4ου Πανεπιστημίου Σορβόννης Cl. Margueron κρίνει ὡς ἑξῆς: «Μοῦ φαίνεται ὅτι δὲν ἀφήσατε τίποτε ἀναποκάλυπτο, στὴν σκιὰ τῶν προβλημάτων, ποὺ θέτει ἡ ἀρωμουνικὴ καθὼς καὶ ὅτι ἡ συγγραφή σας, συνδυάζοντας τὴν ἀνάλυση καὶ τὴν σύνθεση, συνιστᾶ ἕνα σύνολο ἐξαντλητικό»54. Ὁ δὲ πρύτανις τοῦ Πανεπιστημίου Λωζάννης Francois Lassere ἀξιολογεῖ ὡς ἑξῆς: «Ἡ διατριβή σας τῆς αὐτοχθονίας καὶ τῆς διγλωσσίας μοῦ προξένησε τεράστιο ἐνδιάφερον καὶ ἐξ ἴσου μὲ ἔπεισε, πρὸ πάντων ἐπειδὴ ἡ αὐστηρότητα τῆς μεθόδου τῆς δίνουν πολλὴ δύναμη, τόσο κατὰ τὴν ἐξέταση τῶν ἱστορικῶν δεδομένων ὅσο καὶ κατὰ τὴν ἀνάλυση τῶν στοιχείων τῆς γλώσσας… Γι’αὐτὸ τὸ σύγγραμμά σας θὰ εἶναι ἀπαραίτητο σὲ ἕνα εὐρὺ κοινό…»55.

  

Στὴν τελευταία συγγραφή της ἡ καθηγήτρια τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων Ἐλευθερία Ἰ. Νικολαϊδου, Ἡ Ρουμανικὴ Προπαγάνδα στὸ βιλαέτι τῶν Ἰωαννίνων καὶ στὰ βλαχόφωνα χωριὰ τῆς Πίνδου, (μέσα 19ου αἰώνα-1900), τ.Α΄, ἔκδ. Ἑταιρείας Ἠπειρωτικῶν Μελετῶν, Ἰωάννινα 1995, σ.22 σημειώνει: «Τὴν θέση αὐτή, ποὺ διατύπωσε πρῶτος ὁ Κων. Κούμας, Ἱστορίαι τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων, τ.12, Βιέννη 1832, σσ. 520-521, ὑποστηρίζει σθεναρὰ κι ὁ Ἀπ. Ε. Βακαλόπουλος, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τ.1, Θεσσαλονίκη 1974, β’ ἔκδ., σ.35 και ἐπαναβεβαιώνει μὲ σοβαρὰ ἐπιχειρήματα ὁ Λαζάρου, Ἡ Ἀρωμουνικὴ, ὅ.π., σσ.91-114, καὶ ἡ Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Συμβολὴ στὴν ἔρευνα γιὰ τὴν ἐθνολογικὴ κατάσταση τῆς Μακεδονίας πρὶν ἀπὸ τοὺς Βαλκανικοὺς πολέμους, Δωδώνη, τεχ. Α΄, τ.20 (1991), σ.351»56.

   

Ὁ πρῶτος γιὰ τὴν Ἀρωμουνικὴ τοῦ δευτέρου ἔχει γράψει: «Νομίζω πὼς εἶναι ἡ καλύτερη ἐργασία ποὺ ἔχει δώσει ὡς σήμερα ἡ ἑλληνικὴ γλωσσικὴ ἐπιστήμη ἐπάνω στὸ θέμα αὐτό. Γι’αὐτὸ καὶ θὰ γίν καὶ θὰ μείν ἡ βασικὴ ἐργασία, ποὺ θὰ πρέπει πάντα νὰ τὴν ἔχει κανεὶς ὑπ’ ὄψιν»57. Ἐπιπρόσθετα ὁ Βακαλόπουλος ὡς ἐπόπτης - συντονιστὴς συμμετέχει σὲ συλλογικὴ ἐπίτομη συγγραφὴ μὲ μελέτημά του ἐπιγραφόμενο «Ὁ γλωσσικὸς ἐκλατινισμὸς τῶν κατοίκων τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδας». Διερευνώντας δὲ τοὺς χώρους, στοὺς ὁποίους ἀσκήθηκε ρωμαϊκὴ ἐπίδραση τονίζει: «Ἔτσι ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς πρώτης εἰσβολῆς τῶν Ρωμαίων στὴν Μακεδονία ς τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ διέρρευσαν 700 περίπου χρόνια ρωμαϊκῆς πολιτιστικῆς ἀκτινιβολίας, ποὺ μαζὶ μὲ τὶς ἐπιδράσεις τῶν ἐγκατεστημένων στὴν Ἑλλάδα ἐποικισμῶν καὶ διοικητικῶν ἀρχῶν δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἐπηρεάσει τοὺς κατοίκους της. Τὴν ἀπόδειξη μᾶς τὴν δίνει ὁ σύγχρονος τοῦ Ἰουστινιανοῦ Ἰωάννης Λυδός…Τὴν ἄποψη ἐκλατινισμοῦ τῶν ἐντόπιων ἑλληνικῶν πληθυσμῶν τὴν διατύπωσε πρὶν ἀπὸ 150 χρόνια κιόλας ὁ πρῶτος Νεοέλληνας ἱστορικός, ὁ Κωνσταντῖνος Κούμας (1777-1836) μὲ πολὺ ἁπλοὺς καὶ πειστικοὺς συλλογισμούς, ἀλλὰ τὸ ἔργο του δὲν μελετήθηκε ἔκτοτε συστηματικὰ καὶ οἱ παρατηρήσεις του πέρασαν ἀπαρατήρητες καὶ ἀνεκμετάλλευτες»58. Ἐξ ἴσου πειστικὰ διαπιστώθηκε ἡ ἑλληνικότητα τῶν Βλάχων Θεσσαλίας–Μακεδονιας-Ἠπείρου καὶ ἐν λίθοις φθεγγομένοις! Μετὰ μακρόχρονη καὶ ἐπισταμένη συλλογικὴ ἔρευνα καὶ μελέτη τοῦ ἐπιγραφικοῦ ὑλικοῦ Θεσσαλίας, ἀκριβέστερα τῶν περιοχῶν Περραιβίας καὶ ἀρχαίων Φερῶν (Βελεστίνου), ὁ καθηγητὴς τοῦ 2ου Πανεπιστημίου Λυὼν Bruno Helly ἔχει τεκμηριώσει λατινομάθεια Θεσσαλῶν59. Ὁ δὲ διευθυντὴς τοῦ Κέντρου Ἑλληνικῆς καὶ Ρωμαϊκῆς Ἀρχαιότητος τοῦ Ἐθνικοῦ Ἱδρύματος Ἐρευνῶν Μιλτιάδης Χατζόπουλος60 μὲ βάση ἐπιγραφὲς τῆς ἠπειρωτικῆς πόλεως Φωτικὴ καὶ τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Βέροιας Μακεδονίας ἐπαλήθευσε καὶ τὰ πορίσματα τῆς Ἀρωμουνικς μου, γιὰ τὴν ὁποία ὁ καθηγητὴς τῆς Γλωσσολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Γ. Μπαμπινιώτης ἔχει γράψει καὶ τὰ ἑπόμενα: «πρόκειται περὶ σοβαροῦ ἐπιστημονικοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ ἀποτελ ἐφεξῆς εἰς τὰς γενικάς του γραμμὰς τὴν ἐπίσημον ἐπιστημονικὴν θέσιν τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ τοῦ ζητήματος τῆς καταγωγῆς καὶ τῆς ἱστορικῆς προελεύσεως τῶν Βλαχοφώνων Ἑλλήνων». Ἀναφερόμενος δὲ στὸν συγγραφέα τονίζει: «…εἶναι ὁ πρῶτος, ὅσον γνωρίζω, μελετητής, ὁ ὁποῖος θεμελιώνει ἐπιστημονικῶς τὴν ἀπευθείας ἐκ τῆς Λατινικῆς καὶ οὐχὶ ἐκ τῆς Ρουμανικῆς καταγωγὴν τῆς γλώσσης τῶν Βλαχοφώνων Ἑλλήνων καὶ τὴν στενὴν δομικὴν συγγένειαν αὐτῆς πρὸς τὴν Ἑλληνικήν, ἐπίσης εἶναι ὁ πρῶτος μελετητής, ὁ ὁποῖος καὶ ἀπὸ ἱστορικῆς πλευρᾶς συστηματοποιεῖ τὰ μέχρι τοῦδε λεχθέντα, συμπληρώνει καὶ ἀποδεικνύει βάσει ἰσχυρᾶς ἐπιχειρηματολογίας τὴν καὶ ἄλλοθεν ὑποστηριχθεῖσαν ἑλληνικότητα τῆς καταγωγῆς τῶν Ἀρωμούνων [Ἑλλαδικῶν Βλάχων]61».

  

Εὔλογα δὲν ἀδιαφόρησε διόλου γιὰ τὸ ζήτημα τῶν Βλάχων καὶ ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν. Ἔχει βραβεύσει τὸν συγγραφέα τῆς «Ἀρωμανικῆς» ἐπισημαίνοντας ὅτι τὸ συγγραφικὸ ἔργο του «ἔχει ὡς ἐπίκεντρο τοὺς Βλάχους, ἰδίως στὴν Ἑλλάδα, τοὺς ὁποίους βάσει συστηματικῆς ἔρευνας, τεκμηριωμένης ἐπιχειρηματολογίας καὶ μὲ χρήση ἐκτενοῦς ξένης καὶ ἑλληνικῆς βιβλιογραφίας, χαρακτηρίζει ὡς Ἑλληνοβλάχους, ἀντικρούοντας τὴν ἐκδοχὴ ὅτι ἀποτελοῦν ἰδιαίτερη ἐθνότητα καὶ ἐντεῦθεν βλαχικὴ μειονότητα». Προσθέτει δὲ καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἡ συναφὴς ἐνασχόλησή του ἔχει παραμέτρους ἱστορικές, λαογραφικές, γλωσσολογικές, φιλολογικές, ἐθνολογικές»62. Δὲν ἀπουσιάζουν καὶ ἀνθρωπολογικές. Ἀκριβῶς ἐπικαλεῖται καὶ τὸν Βούλγαρο ἀνθρωπολόγο Peter Boev, τοῦ ὁποίου τὰ πορίσματα εἰδικς ἔρευνας ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους παραδέχεται καὶ ἀναδημοσιεύει ὁ πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνθρωπολογικῆς Ἑταιρείας καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Θεόδωρος Κ. Πίτσιος: «Ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς Ἕλληνες Βλάχους, ἔχει παρατηρήσει ὅτι δὲν διαφέρουν ἀνθρωπολογικὰ ἀπὸ τοὺς γειτονικούς τους μὴ βλάχικους πληθυσμοὺς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου. Ἐπίσης, σύμφωνα, μὲ τὰ συμπεράσματα τοῦ Βούλγαρου ἀνθρωπολόγου Peter Boev, μὲ τὰ ὁποῖα συμφωνοῦν καὶ οἱ προσωπικὲς παρατηρήσεις τοῦ συγγραφέα στὴν περιοχὴ τοῦ Κεφαλόβρυσου Πωγωνίου, οἱ διαφορετικὲς ἐθνογραφικὲς ὁμάδες τῆς Ἠπείρου-Βλάχοι, Σαρακατσάνοι καὶ Ἠπειρῶτες χαρακτηρίζονται ἀπὸ κοινοὺς ἀνθρωπολογικοὺς τύπους καὶ τὴν ἴδια ἀνθρωπολογικὴ σύνθεση»63.

  

Ἐνῶ ἔφθανε στὸ τέλος ἡ συγγραφὴ τοῦ παρόντος ἄρθρου, κατέφθασε ἀπὸ τὸν ὑπερατλαντικὸ Ἀκρίτα τοῦ Ἑλληνισμοῦ Γεώργιο Τσάπανο καὶ μὲ μικρὴ διαφορὰ χρόνου ἀπὸ τὴν συνάδελφο Εὐαγγελία Ἀναστασίου, τ.πρόεδρο τῆς Ὁμοσπονδίας Συλλόγων Ὀρεινῆς Περιοχῆς Καλαμπάκας, διαδικτυακὸ κείμενο64, κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ ἀμφισβητίες τῆς ἑλληνικότητας τῶν Βλάχων, ὁ Γερμανός σπουδαρχίδης Thede Kahl, διερμηνέας καὶ καθηγητὴς γεωγραφίας στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Μύνστερ Γερμανίας καὶ ὁ δικηγόρος-στέλεχος τοῦ Κέντρου Ἐρευνῶν Μειονοτικῶν Ὁμάδων (ΚΕΜΟ)65 Λάμπρος Μπαλτσιώτης ἐπανεμφανίσθηκαν ἀδιόρθωτοι!

  

Τὸν πρῶτο ἀποστομώνει ὁ γνωστὸς στοὺς Ἕλληνες Γερμανὸς καθηγητὴς Ἱστορίας στὸ Πανεπιστήμιο Mannheim Heinz Riehter: «Δὲν εἶναι ἀποδεκτὴ ἡ ὕπαρξη ἀρωμουνικῆς (ἀρμανικῆς, βλαχικῆς) μειονότητας. Ὑπάρχουν Ἕλληνες ἀρωμουνικῆς ἢ καλύτερα Βλαχικῆς καταγωγῆς. Σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν πρόκειται γιὰ μειονότητα…Οἱ Βλάχοι εἶναι ἀπὸ κάθε ἄποψη Ἕλληνες…»66. Τὸν δεύτερο συγυρίζει ὁ Ἀντώνης Καρκαγιάνης, ἐκδότης τότε τῆς ἐφημερίδας Καθημερινή: «Οἱ Βλάχοι δὲν εἶναι μειονότητα οὔτε μειονοτικὴ ὁμάδα. Εἶναι δίγλωσσοι καὶ δυστυχῶς (καὶ μὲ τὶς δικές σας προσπάθειες) θὰ εἶναι συνεχῶς καὶ λιγότερο. Εἶναι διάσπαρτοι σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ συμμετέχουν ἰσοτίμως στὴν ἑλληνικὴ ζωὴ καὶ παιδεία, χωρὶς νὰ ἔχουν σκεφτεῖ ποτὲ ὅτι συμμετέχουν κατὰ παραχώρηση μειονοτικῶν δικαιωμάτων…»67. Ἐνημερώνει δὲ καὶ τοὺς ἀναγνῶστες ἀποκαλύπτοντας: «Ἐρήμην, λοιπόν, τῶν Βλάχων, τὸ ΚΕΜΟ ὀργανώνει στὴν Λάρισα ἕνα παράδοξο συνέδριο μελέτης τῆς βλάχικης γλώσσας. Τὸ συνέδριο ἦταν σχεδὸν μυστικὸ καὶ ὁπωσδήποτε συνωμοτικό…»68.

  

Ἐν τέλει συνιστοῦμε στοὺς ἀναγνῶστες καὶ γιὰ τοὺς δύο (Kahl-Μπαλτσιώτη) νὰ τοὺς ἀναζητήσουν βλέποντας τὰ Εὑρετήρια ὀνομάτων τῆς τετράτομης συγγραφῆς Ἀχ.Γ. Λαζάρου, Ἑλληνισμὸς καὶ λαοὶ νοτιανατολικς Εὐρώπης, Ἀθήνα 2009-2010.

 

 

 

1. Revue des Etudes Roumaines, 7-8, 1961, 251·

2. Ἀντ. Δ. Κεραμόπουλλος, Τί εἶναι οἱ Κουτσόβλαχοι. Ἐν Ἀθήναις 1939, 20

3. Ἰ. Γ. Μωραλίδης, Βλάχος. (Τὸ ἔτυμο καὶ ἡ σημασία τοῦ ὀνόματος), οἱ Καιροὶ (Βεροίας), 21.10.1994.

4. Caes. B.G. 6, 24, 1-3, 7, 64, 7, 4.

5. Strabonis Geografica, tom. II, Roma 1970, Δ 1, 12, 116-7.

6. Sp. Papageorges, Les Koutzovalaques, Athènes, 1908, 9.

7. Ioannes Leunclavius Nobilis, Annales Sultanorum Othomanidarum…, Francofurdi MDXCVI, edition altera, 146-147.

8. Antonia Bernard, Jernej Kopitar et les langues balkaniques, Bulletin de liaison. Nο 12, Centre d’ Etudes Balkaniques. INALCO, Paris 1994, 28. Βλ. καὶ M. D. Peyfuss, Aromunen um Kopitar, Österreichische Osthefte 36, 1994, 439-453.

9. Κ. Μ. Κούμας, Ἱστορίαι τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων, 12, Βιέννη 1832, 530-531. Αἰῶνες  ἄλλως  τε  ἐνωρίτερα τοῦ Κούμα Ἕλληνες εἶναι οἱ Βλάχοι καὶ κατὰ τὸν Μαρτίνο Κρούσιο, Τουρκογραικία, 210.

10. M. Dubuisson, Ya-t-il une politique linguistique romaine?, Ktema, 7, 1982, 195 σημ. 41. Βλ. και E. Flintoff, Varrointhe Works of John of Lydia, Atti Congresso Internazionale Studi Verroniani, Rieti 1976, 365-372.

11. L. Lafoscade, Influence du latin sur le grec,ἐν J. Psichari, Etudes de Philologie néogrecque. Paris 1892, 100-101.

12. Al. Philippide, Originea românilor, I. Iasi 1925,70-72.

13. P. Skok, Byzance comme centre d’ irradiation pour les mots latins des langues balkaniques, Byzantion, 6, 1931, 371.

14. O. Densusianu, Histoire de la langue roumaine, I. Les origines, Paris 1901, 6.

15. G. I. Bratianu, Une énigme et un miracle historique: le peuple roumain.Bucarest 1942, 67.

16. E. Lozovan, Romains et barbares sur le Moyen Danube, ἐν F. Altheim, Geschichte dem Hunnen. II. Berlin 1960, 229.

17. H. I. Marrou, Histoire de l’éducation dans l’antiquité. Paris 1965, 347, καὶ Ἑλλ. μτφρ. 358, ὅπου καὶ Χάρτης.

18. Α. Lazarou, Peut-on parler d’une survivance romaine en Péleponnèse? Ἀνάτυπο  ἀπὸ  τὰ  Πρακτικά  τοῦ  Α΄  Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν 3, 1976, 114 -123.

19. A. D. Xenopol, Istoria Românilor din Dacia Traină II, Bucuresti 1914, 133.

20. V. Parvan, Sulle origini della civiltà romena, Roma 1922, 4.

21. R. Vulpe, Gli Illiri dell’Italia imperiale romana, Ephemeris Dacoromana, 3, 1925, 166-167.

22. S. Puscariu, Ancienneté des établissement macédo-roumains, Balcania, 1, 1938, 22-24, καὶ 

Limba română, I, Bucuresti 1940, 270.

23. A. Procopovici, La romanité balkanique, Balcania, 1, 1938, 59-69.

24. Cahiers Sextil Puscariu, 1, 1952, 213.

25. Th. Capidan, Les Macédoroumains, Bucarest 1943, 159. Βλ. ἐπίσης Langue et Littérature, 2, 1943, 243 κ.., αὐτόθι, 3, 1946, 5 κ. ., καὶ Limba si Cultura, Bucuresti 1944, 290.

26. Balcania, 1, 1938, 49.

27. Studia Albanica, 1, 1969, 146.

28. P. Lemerle, Prolégomènes à une édition critique et commentée des «Conseils et Récits» de Kékauménos, Bruxelles 1960, 75

29. Πβ. Κεδρ.2, 435. Βλ. καὶ M.Gyόni, Skylitzès et les Valaques, Revue d’ Histore Comparée, 25, 1947, 164.

30. Fr. Taillez, Rusaliile, les Rosalies et la rose, Cahiers Sextil Puscariu, 1, 1952, 317.

31. I, 30, 2. Βλ. Σπ. Λάμπρος,  ὑπὸ τῶν Φράγκων κατάκτησις τῆς Ἑλλάδος, Νέος Ἑλληνομνήμων, 20, 1925, 76.

32. Leib III, 135 καὶ ΙΙ, 193-194. Βλ.καὶ Μ. Gyόni, Le nom de Βλάχοι dans l’ Alexiade d’ Anne Comnène, Byzantinische Zeitschhrift, 44, 1951, 241 - 252.

Γιὰ τὸν χρόνο προσκτήσεως τῆς νέας σημασίας βλ. Revue Roumaine d’ Histoire, 4, 1965, 996, ὅπου o V. Bulgaru ὁρίζει μὲ πιθανότητα τοὺς 7ο - 9ο αἰῶνες, καὶ C. Poghirc, Romanisation linguistique et culturelle dans les Balkans, Les Aroumains, INALCO, 1989, 21, 35,  ὅπου  ὑποστηρίζει  ὅτι εἶναι ταυτόχρονη μὲ τὴν γένεση τῶν Βλάχων,φρουρῶν συνόρων 

ὁδικῶν διαβάσεων, στοὺς  ὁποίους  παραχωρεῖται καὶ ἐδαφικὴ ἔκταση γιὰ γεωργοκτηνοτροφικὴ ἐκμετάλλευση. Παρόμοια ἄποψη εἶχε διατυπώσει καὶ ὁ Κεραμόπουλλος, ἔ. ἀ, 13.

33. Πβ. Poghirc, Romanisation…, 36: «Les faits cités plus hauts uffisent à notre avis à démontrer la présence dAroumains (Βλάχων Ελλάδος) dans leur région actuelle de manière constante et ininterrompue depuis lAntiquité jusqu ànosjours

34. Βλ. Μακεδονικὴ Ζωή, 45, 1970, 15, με τίτλο: « Ἡ ἑλληνικότης τῆς γλώσσης τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων. Ἐπιστημονικὴ μαρτυρία διαπρεποῦς Ρουμάνου καθηγητοῦ». Ἐπίσης βλ. ἐφημ. Ἀθηνῶν Ἑστία, 15.1.1970, μὲ τίτλο: «Ἑλληνικὴ διάλεκτος ἡ ἀρχαία μακεδονική. Ἀδιάσειστοι ἀποδείξεις».

35. Βλ. Ν. Π. Ἀνδριώτη, Οἱ Προέλληνες, Θεσσαλονίκη, 1957, 17 κ.ἐ.

36. Πβ. Actes du premier Symposium International de Thracologie (Rome, 14-16 novembre 1977), Milano 1978, 157: «…dans l’ Epire les toponymes sont très anciens et uniquement d’ origine grecque».

37. P. Cabanes, LEpire et la mort de Pyrrhos à la conquĕte romaine (272- 16 av J.C.), Paris, 1976, 530.

38. Ἀχ. Γ. Λαζάρου, Τὸ Συνέδριο τῆς Ἀμφιπόλεως (ἄνοιξη τοῦ 167 π.Χ.), Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν), Ἀθήνα, 1974, 126.

39. Πβ. Π. Γυιόκα, «Αἱ δύο ἐπιστολαὶ πρὸς Θεσσαλονικεῖς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου», Χρονικὰ   (Μακεδονικῆς Ἀδερφότητος) 2, 1980, σσ. «…ὁ Ρωμαῖος νικητὴς  τοῦ  Περσέως  εἰς  τὴν  Πύδναν  Αἰμίλιος  ΠαῦλοςἝλλην τὴν καταγωγήν ».

40. Ἀγόρω-Ἐλισάβετ Λαζάρου, Ἡ ἀπομονὴ Ρωμαϊκῆς Πολιτείας στοὺς Ἕλληνες Μακεδονίας-Ἠπείρου κατὰ τὴν προχριστιανικὴ περίοδο, Διδακτορικὴ Διατριβή, Ἀθήνα 2000, καὶ  Νομικὴ  Θεώρηση  ἀπαρχῶν  τοῦ ἀρμανικοῦ ζητήματοςτῆς λατινοφωνίας στὴν Ἤπειρο-Μακεδονία, Ἀνακοίνωση  στὸ  Διεθνὲς  Ἐπιστημονικὸ Συμπόσιο: «Οἱ Βλάχοι στὴν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ: παρελθὸν-προοπτικές», Βέροια, 25 - 26 Ἰουνίου 1994. νάτυπο ἀπὸ τὴν συλλογικὴ ἔκδοση τῆς  Ἑνώσεως  Βλάχων  Ἐπιστημόνων καὶ τῆς Ἐπιτροπῆς  Ἐνημερώσεως ἐπὶ τῶν Ἐθνικῶν Θεμάτων Οἱ Ἑλληνογενεῖς Βλάχοι, Ἀθήνα 2005, 239-270.

41. Βλ. Enciclopedia istoriografiei românesti. Bucuresti, 1978, 191-193. Ἀχ. Γ. Λαζάρου, Συμβολὴ τῆς ρουμανικῆς ἐπιστήμης στὴν ὀρθὴ λύση τοῦ ζητήματος τῶν Βλάχων Ἑλλάδος. Ἐκδόσεις  Ἐπιτροπῆς  Ἐθνικῆς  Ἐνημερώσεως, Ἀθήνα 2007, 23-24 καὶ Ἑλληνισμὸς καὶ λαοὶ νοτιοανατολικῆς ΕὐρώπηςἈθήνα,  2009, τ. Α',  47-48, 495-496.

42. Βλ. Γ. Ροῦσσος, Ὁ Βενιζέλος καὶ ἡ ἐποχή του, Τὸ Βῆμα, 18.6.1961. Τηλ. Μ. Κατσουγιάννης, Περὶ τῶν Βλάχων τῶν ἑλληνικῶν χωρῶν (Δημοσιεύματα τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν, 22), Θεσσαλονίκη, Β΄, 1966, 49, 80.

43. Συνταγματικὸν Δίκαιον, Β΄, 276 σημ. Βλ. καὶ Ἠλ. Γ. Κυριακοπούλου, Βουκουρεστίου Συνθῆκαι, Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια – «Πυρσός», 7, 615γ.

44. Πβ. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους (συμπλήρωμα Καρολίδου), ΣΤ΄, β΄, 153-154 κα σημ.153: «Ὁ Ἕλλην πρωθυπουργὸς οὐδεμίαν εἶχεν ἐξουσίαν τοῦ λύσαι τοιοῦτον ζήτημα, ἀλλ’ εὑρεθες πρὸ ἀπροόπτου ἠναγκάσθη νὰ δώσ εἰς τὴν Ρουμανίαν τὴν εὐθυνν ταύτην νίκην, βασισμένην ἐπὶ ἀορίστων καὶ ἐφημέρων προνομίων, ὅπως ἐπιτύχ, εἰ δυνατόν, περισσοτέρας ὠφελείας ἐκ τῆς συνθήκης τοῦ Βουκουρεστίου». Προσθέτει δὲ καὶ τὰ ἑξῆς: «Τὸ Κουτσοβλαχικὸν ζήτημα, τὸ ὁποῖον ἐπὶ ἥμισυ αἰῶνα ἀπησχόλησε τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν καὶ προεκάλεσε συνόδους καὶ ὅρους συνόδων, ἐλύετο δὶ’ ἀνταλλαγῆς ἐπιστολῶν μεταξὺ δύο πρωθυπουργῶν χωρὶς νὰ ὑπάρχ πρὸς τοῦτο καὶ ἄδεια ἐκκλησιαστική, οὐδὲ γνῶσις τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας… Οὕτω ἐλύθη ὁριστικῶς τὸ ἀπὸ μακροῦ χρόνου ὀχληρὸν κουτσοβλαχικὸν ἐκκλησιαστικὸν ζήτημα, ὅλως τεχνητῶς δημιουργηθὲν καὶ τοσαύτας προκαλέσαν ἑκατέρωθεν (μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ Ρουμανίας) προστριβάς».

45. Ἀντ. Θ. Σπηλιωτόπουλος, Τὰ κακοποιὰ πνεύματα τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ἀπὸ τῶν ἀρχαίων χρόνων μέχρι τῆς σήμερον, ἐν Ἀθήναις, 1925, 185, μὲ σκληρὴ γλώσσα. Βλ. Λαζάρου, Ἑλληνισμὸς καὶ λαοί…, Β΄, 321 σημ. 110. Κατὰ δὲ τὸν Almaz (Μαζαράκη-Αἰνιάνα), Αἱ ἱστορικαὶ περιπέτειαι τῆς Μακεδονίας, Ἀθήνησι 1912, 160-161: «Δυστυχῶς …δὲν ὑπῆρξε καὶ ἀπέναντι τοῦ νέου τούτου ἐχθροῦ (τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας) προσήκουσα πάντοτε ἡ πολιτεία τῶν ἰθυνόντων τὸ ἔθνος καὶ τὴν ἐκκλησίαν καὶ τῶν ἐν Μακεδονία ἀντιπροσώπων αὐτῶν…».

46. Ἀχ. Γ. Λαζάρου, Ἡ Ἀρωμουνικὴ καὶ αἱ μετὰ τῆς ἑλληνικῆς σχέσεις αὐτῆς. Διατριβὴ ἐπὶ διδακτορία. Ἐν Ἀθήναις 1976. Ἱστορικὴ καὶ Λαογραφικὴ Ἑταιρεία τῶν Θεσσαλῶν. Θεσσαλικὴ Βιβλιοθήκη - Σειρὰ διατριβῶν καὶ μελετημάτων 1.

47. Βλ. Ἐπιτροπὴ Ἐθνικῆς Ἐνημερώσεως (ΕΕΕ), Ἀθήνα 2004, 34.

48. ΕΕΕ, 34.

49. ΕΕΕ, 34-35.

50. ΕΕΕ, 36.

51. ΕΕΕ, 37.

52. ΕΕΕ, 35.

53. ΕΕΕ, 34.

54. Λαζάρου, Ἑλληνισμός…, Α΄, 73-74.

55. Λαζάρου, ἔ.ἀ., 74

56. Ἡ Νικολαΐδου στὴν σελίδα 21 σημειώνει: «Στὶς ἐργασίες τοῦ Λαζάρου δημοσιεύεται πλήρης ἑλληνικὴ καὶ ξένη βιβλιογραφία γύρω ἀπὸ κάθε πτυχὴ τοῦ Κουτσοβλαχικοῦ ζητήματος. Συντριπτικὰ ἐπιχειρήματα γιὰ «ἀντίπαλες» θέσεις περιέχει ἡ πρόσφατη μελέτη του Καταγωγὴ καὶ ἐπίτομη ἱστορία τῶν Βλάχων τῆς Ἀλβανίας, Ἠπειρωτικὸ Ἡμερολόγιο, 15, 1993-1994, 427 κ.ἐ. Τὰ ἐπιχειρήματά του ἀναφέρονται τόσο στὴν καταγωγὴ τῶν Κουτσοβλάχων ὅσο καὶ στὴν πληθυσμιακὴ κατανομή τους, ἰδιαίτερα στὸν χῶρο τῆς Ἀλβανίας». Ὅμως τὸ ΕΛΙΑΜΕΠ ἐπὶ προεδρίας Βερέμη διέπραξε τὸ ἔγκλημα διαχωρισμοῦ τῶν Βλάχων ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμό, ὅταν μάλιστα ἀπὸ τὸ πλέον ἁρμόδιο Ἵδρυμα ὑπενθυμίζονται: «Τὰ Ζωγράφεια Διδασκαλεῖα ἀπὸ τὴν μία μεριὰ καὶ τὰ περίφημα σχολεῖα τοῦ Ἀργυροκάστρου, τῆς Κορυτσᾶς, τῆς Μοσχοπόλεως, τῆς Χειμάρρας, τῆς Πρεμετῆς, τοῦ Λαμπόβου, τῆς Πολύτσανης, τῆς Σωπικῆς, τῆς Δρόβιανης, τοῦ Δελβίνου κτλ. συνολικὰ 360, ἀνδρωμένα μὲ τὶς γενναῖες ἐπιχορηγήσεις τῶν μεγάλων εὐεργετῶν Ἀδελφῶν Ζάππα, Ἀρσάκη, Σίνα, Ζωγράφου, Μπάγκα, Δούκα καὶ ἄλλων, μὲ τοὺς 25.000 μαθητές τους, φέρανε μία πραγματικὴ ἄνθηση τῆς παιδείας καὶ τῶν γραμμάτων στὴν περιοχή, δημιούργησαν μία ἀκτινοβολία ἔξω καὶ πέρα ἀπ’ αὐτή, καὶ ἄφησαν μία λαμπρὴ παράδοση παιδείας, μοναδικὴ γιὰ ἕνα τόσο μικρὸ τόπο σὲ τέτοια ἐποχή». (Κων. . Κίτσος, Τὰ Ζωγράφεια Διδασκαλεῖα… Ἐκδόσεις ΙΒΕ. Ἰωάννινα 1985, 8). Ποιός εὐεργέτης δὲν εἶναι Βλάχος; Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ΕΛΙΑΜΕΠ ὁ ἀκραιφνέστατος Ἀλβανός, Σκυπιτάρος, μεγαλοτιτλοῦχος, ἐθνικιστὴς καὶ ἀγωνιστὴς γιὰ τὴν πατρίδα του Ἀλβανία Basri-bey διαλαλεῖ τὴν ἀλήθεια: «Ἀναγνωρίζομε τὸν ἑλληνικὸ χαρακτήρα τῆς Νότιας Ἀλβανίας, ὅπου τ ὑπεραιωνόβιο πολιτισμικὸ ἔργο τῶν σχολῶν της κυριαρχεῖ ἠθικὰ καὶ ἐθνικά». (Basri-bey, Ancien Député au Parlementottoman. Président du second Gouvernement national albanais et Chef du Pouvoir Exécutif ad interim (1915-1916). Interné dans les garnisons austrohongroises (1916-1918), L’ Orient débalkanisé et l’ Albanie. Origine des dernières Guerres et Paix future, 5.

57. EEE, 35.

58. Ἱστορία τῆς Μακεδονίας ἀπὸ τὰ προϊστορικὰ χρόνια ὡς τὸ 1912. Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν. Μακεδονικὴ Βιβλιοθήκη, ἀρ. 63, Θεσσαλονίκη 1983,  49-50.

59. Br. Helly, Θεσσαλία , Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν Α.Ε., 6, 1976, 183, Βλ. καὶ Ἀχ. Γ. Λαζάρου, Ἑλληνισμὸς καὶ λαοί…, Α΄ 607 σημ. 72.

60. Μ. Hatzopoulos, Photicè colonie romaine en Thesprotie et les destinées de la latinité épirote, Balkan Studies, 21, 1980, 90 και σημ. 7, 102-103.

61. Λαζάρου, ., 73.

62. Λαζάρου, .ἀ., 47.

63. Θ. Κ. Πίτσιος,, ξελικτικὴ  Ἀνθρωπολογία  καὶ  βασικὲς  ἔννοιες  τῆς  σύγχρονης  ἀνθρωπολογικῆς ἔρευναςἈθήνα, 2003, 526.

64. Ἐπιγραφόμενο Βλάχοι:οἱ διαδρομὲς ἑνὸς βαλκανικοῦ λαοῦ,στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο μὲ  ἡμερομηνία  ἀρχικῆς δημοσιεύσεως 31/5/2009 καὶ ξαναζεσταμένο 15/4/2013.

65. Βλ. Μελέτης . Μελετόπουλος, Τὸ Ζήτημα τοῦ Πατριωτισμοῦ. Ἐκδόσεις Παπαζήση, Ἀθήνα 2010, 44, ὅπου κεφάλαιο «Κατασκευὴ μειονοτήτων», πρωτιὰ εὐρωπαϊκή! Λαζάρου, ἔ.ἀ., Α΄ 67.

66. Athener Zeitung, 1.11.1994.

67. (Ἀγόρω (Ρίτα) - Ἐλισάβετ Λαζάρου – χ. Γ. Λαζάρου, Ἐθνικὰ καὶ μειονοτικὰ θέματα.Ἐκδοτικὸς οἶκος Κυρομάνος. Θεσσαλονίκη 2004, 280 σημ. 249. Βλ. καὶ Ἐλευθεροτυπία, 1.4.1994, 56, καὶ Οἰκονομικὸς Ταχυδρόμος, 7.4.1994, 30. Ἀχ. Λαζάρου, Ἑλληνισμὸς καὶ λαοί…, Γ΄563.

68. Μελετόπουλος, ἔ.ἀ., 45-46.

 

 

 

Σχεδιασμός και Κατασκευή
JIT